διαιρετέος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(9)
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαιρετέος]], η, ον verb. adj. of [[διαιρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> [[to be divided]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], one must [[divide]], Plat.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’il faut <i>ou</i> qu’on peut diviser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαιρέω]].
|btext=α, ον :<br />qu'il faut <i>ou</i> qu'on peut diviser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαιρέω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 7: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διαιρετέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μαθ.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]] που πρόκειται να διαιρεθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[πρέπει]] να του ανοίξουν τη [[φλέβα]].
|mltxt=ο (AM [[διαιρετέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μαθ.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]] που πρόκειται να διαιρεθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[πρέπει]] να του ανοίξουν τη [[φλέβα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαιρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαιρέω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], πρέπει [[κάποιος]] να διαιρέσει, στον ίδ.
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 26 September 2023

Middle Liddell

διαιρετέος, η, ον verb. adj. of διαιρέω,]
I. to be divided, Plat.
II. διαιρετέον, one must divide, Plat.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'il faut ou qu'on peut diviser.
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser dividido ὁ χρόνος Them.in Ph.141.25, cf. Gloss.2.278.

Greek Monolingual

ο (AM διαιρετέος)
1. αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί
2. το αρσ. ως ουσ. μαθ. ποσότητα ή αριθμός που πρόκειται να διαιρεθεί
αρχ.
αυτός που πρέπει να του ανοίξουν τη φλέβα.

Greek Monotonic

διαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαιρέω·
I. αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.
II. διαιρετέον, πρέπει κάποιος να διαιρέσει, στον ίδ.