δικαίωση: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(9) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δικαίωσις]]) [[δικαιώ]]<br />[[απόδοση]] δικαιοσύνης<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[επιβεβαίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόδειξη]], [[πραγματοποίηση]] προβλέψεως<br /><b>2.</b> [[δικαιολογία]] της υπάρξεως («δεν υπάρχει [[δικαίωση]] για τη ζωή μας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδίκη]], [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> [[υπεράσπιση]] δικαίου, [[αθώωση]]<br /><b>3.</b> δίκαιη ή φαινομενικά δίκαιη [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>4.</b> υποκειμενική, αυθαίρετη [[γνώμη]] για το [[δίκαιο]] («καὶ τὴν | |mltxt=η (AM [[δικαίωσις]]) [[δικαιώ]]<br />[[απόδοση]] δικαιοσύνης<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[επιβεβαίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόδειξη]], [[πραγματοποίηση]] προβλέψεως<br /><b>2.</b> [[δικαιολογία]] της υπάρξεως («δεν υπάρχει [[δικαίωση]] για τη ζωή μας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδίκη]], [[τιμωρία]]<br /><b>2.</b> [[υπεράσπιση]] δικαίου, [[αθώωση]]<br /><b>3.</b> δίκαιη ή φαινομενικά δίκαιη [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>4.</b> υποκειμενική, αυθαίρετη [[γνώμη]] για το [[δίκαιο]] («καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων εἰς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» — [[κατά]] τη [[γνώμη]] τους, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> η [[λύτρωση]] από την [[αμαρτία]], η [[σωτηρία]] της ψυχής. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
Greek Monolingual
η (AM δικαίωσις) δικαιώ
απόδοση δικαιοσύνης
μσν.- νεοελλ.
επιβεβαίωση
νεοελλ.
1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως
2. δικαιολογία της υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας»)
αρχ.
1. καταδίκη, τιμωρία
2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση
3. δίκαιη ή φαινομενικά δίκαιη απαίτηση, αξίωση
4. υποκειμενική, αυθαίρετη γνώμη για το δίκαιο («καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων εἰς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» — κατά τη γνώμη τους, Θουκ.)
5. εκκλ. η λύτρωση από την αμαρτία, η σωτηρία της ψυχής.