ψήττα: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ψῆττα]], ΝΑ, και [[ψῆσσα]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καλκάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με υβριστική ή ειρων. σημ.) [[ανόητος]], [[ηλίθιος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψῆττα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψήχ</i>-<i>jα</i>), [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ψηχ</i>- του [[ψήχω]] «[[τρίβω]], [[ξυστρίζω]]», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού ( | |mltxt=η / [[ψῆττα]], ΝΑ, και [[ψῆσσα]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καλκάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με υβριστική ή ειρων. σημ.) [[ανόητος]], [[ηλίθιος]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ψῆττα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψήχ</i>-<i>jα</i>), [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ψηχ</i>- του [[ψήχω]] «[[τρίβω]], [[ξυστρίζω]]», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>limande</i> «[[ψήττα]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lima</i> «[[ρίνη]]»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>ps</i><i>ē</i><i>tta</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι
αρχ.
(με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< ψήχ-jα), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. ψηχ- του ψήχω «τρίβω, ξυστρίζω», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού (πρβλ. γαλλ. limande «ψήττα» < λατ. lima «ρίνη»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. psētta].