ψεφαυγής: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(47c)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσ</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), [[πρβλ]]. [[χρυσαυγής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψεφαυγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[αὐγή]]), αυτός που έχει σκοτεινή [[λάμψη]], δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψεφ-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />[[dark]]-[[gleaming]], i.e. [[glimmering]], [[gloomy]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 06:59, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1396] ές, von dunkelm Glanze, d. i. glanzlos, dämmerig, finster, Hesych. erkl. es durch καπνός.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφαυγής: -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, ζοφώδης μετὰ λάμψεως, ὡς τὰ κελαινοφαής, μελαμφαὴς, νυκτιλαμπής, Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.

Greek Monolingual

-ές, Α
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].

Greek Monotonic

ψεφαυγής: -ές, γεν. -έος (αὐγή), αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ψεφ-αυγής, ές αὐγή
dark-gleaming, i.e. glimmering, gloomy, Eur.