αγύμναστος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγύμναστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, [[ανάσκητος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[άπειρος]], [[αμαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b> αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του [[θητεία]] ή δεν συμπλήρωσε [[ακόμη]] τη βασική στρατιωτική του [[εκπαίδευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ο [[ανενόχλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυμνάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγυμνασία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγύμναστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, [[ανάσκητος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[άπειρος]], [[αμαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b> αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του [[θητεία]] ή δεν συμπλήρωσε [[ακόμη]] τη βασική στρατιωτική του [[εκπαίδευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ο [[ανενόχλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυμνάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγυμνασία]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγύμναστος, -ον)
1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος
2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής
νεοελλ.
(Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του εκπαίδευση
αρχ.
αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ο ανενόχλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γυμνάζω.
ΠΑΡ. ἀγυμνασία.