αγωνία: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀγωνία]])<br />ψυχική [[στενοχώρια]] ή [[ανησυχία]], [[άγχος]], [[φόβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απεγνωσμένη [[προσπάθεια]], [[κόπος]], [[μόχθος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «επιθανάτια [[αγωνία]]», [[ψυχορράγημα]], [[χαροπάλεμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμναστική]] [[άσκηση]]<br /><b>2.</b> [[εξάσκηση]], [[εκπαίδευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγών]]. Η λ. σημαίνει την [[άμιλλα]] για τη [[νίκη]], αργότερα γενικά τα γυμναστικά αγωνίσματα και στον Δημοσθένη και Αριστοτέλη παίρνει [[πλέον]] την [[έννοια]] της αγωνίας, του φόβου και της ψυχικής ανησυχίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωνιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγωνιάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγωνιώδης]]].
|mltxt=η (Α [[ἀγωνία]])<br />ψυχική [[στενοχώρια]] ή [[ανησυχία]], [[άγχος]], [[φόβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απεγνωσμένη [[προσπάθεια]], [[κόπος]], [[μόχθος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «επιθανάτια [[αγωνία]]», [[ψυχορράγημα]], [[χαροπάλεμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμναστική]] [[άσκηση]]<br /><b>2.</b> [[εξάσκηση]], [[εκπαίδευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγών]]. Η λ. σημαίνει την [[άμιλλα]] για τη [[νίκη]], αργότερα γενικά τα γυμναστικά αγωνίσματα και στον Δημοσθένη και Αριστοτέλη παίρνει [[πλέον]] την [[έννοια]] της αγωνίας, του φόβου και της ψυχικής ανησυχίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωνιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγωνιάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγωνιώδης]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:24, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀγωνία)
ψυχική στενοχώρια ή ανησυχία, άγχος, φόβος
νεοελλ.
1. απεγνωσμένη προσπάθεια, κόπος, μόχθος
2. φρ. «επιθανάτια αγωνία», ψυχορράγημα, χαροπάλεμα
αρχ.
1. γυμναστική άσκηση
2. εξάσκηση, εκπαίδευση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών. Η λ. σημαίνει την άμιλλα για τη νίκη, αργότερα γενικά τα γυμναστικά αγωνίσματα και στον Δημοσθένη και Αριστοτέλη παίρνει πλέον την έννοια της αγωνίας, του φόβου και της ψυχικής ανησυχίας.
ΠΑΡ. αγωνιώ
αρχ.
ἀγωνιάτης
νεοελλ.
αγωνιώδης].