επίταξη: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐπίταξις]]) [[επιτάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η αυθαίρετη [[κατάληψη]] [[κινητής]] ή ακίνητης περιουσίας με [[αποζημίωση]] του ιδιοκτήτη («[[επίταξη]] κτηνών, κτηρίων»)<br /><b>2.</b> η υποχρεωτική [[εισφορά]] τών κατοίκων σε [[είδος]] ή σε προσωπική [[εργασία]] για άμεση κοινωνική [[ανάγκη]] ύστερα από κυβερνητική [[διαταγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]] («τῶν δὲ [θεῶν] τὰς ἐπιτάξεις καὶ [[ἀμοιβάς]] τῶν θυσιῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> έντονη [[επιθυμία]], [[διάθεση]] («κατὰ τὴν τῆς αὐτοῡ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> καθορισμένη [[τάξη]], [[διάταξη]] («νόμοις καί... ἐπιτάξεσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επιβολή]] με νόμο («τήν ἐπίταξιν τοῡ φόρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[έκδοση]] διαταγών («ἄρχοντος δ’ [[ἐπίταξις]]», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (Α [[ἐπίταξις]]) [[επιτάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η αυθαίρετη [[κατάληψη]] [[κινητής]] ή ακίνητης περιουσίας με [[αποζημίωση]] του ιδιοκτήτη («[[επίταξη]] κτηνών, κτηρίων»)<br /><b>2.</b> η υποχρεωτική [[εισφορά]] τών κατοίκων σε [[είδος]] ή σε προσωπική [[εργασία]] για άμεση κοινωνική [[ανάγκη]] ύστερα από κυβερνητική [[διαταγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]] («τῶν δὲ [θεῶν] τὰς ἐπιτάξεις καὶ [[ἀμοιβάς]] τῶν θυσιῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> έντονη [[επιθυμία]], [[διάθεση]] («κατὰ τὴν τῆς αὐτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα [[γίγνεσθαι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> καθορισμένη [[τάξη]], [[διάταξη]] («νόμοις καί... ἐπιτάξεσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επιβολή]] με νόμο («τήν ἐπίταξιν τοῦ φόρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[έκδοση]] διαταγών («ἄρχοντος δ’ [[ἐπίταξις]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (Α ἐπίταξις) επιτάσσω
νεοελλ.
1. η αυθαίρετη κατάληψη κινητής ή ακίνητης περιουσίας με αποζημίωση του ιδιοκτήτη («επίταξη κτηνών, κτηρίων»)
2. η υποχρεωτική εισφορά τών κατοίκων σε είδος ή σε προσωπική εργασία για άμεση κοινωνική ανάγκη ύστερα από κυβερνητική διαταγή
αρχ.
1. διαταγή, προσταγή, παραγγελία («τῶν δὲ [θεῶν] τὰς ἐπιτάξεις καὶ ἀμοιβάς τῶν θυσιῶν», Πλάτ.)
2. έντονη επιθυμία, διάθεση («κατὰ τὴν τῆς αὐτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι», Πλάτ.)
3. καθορισμένη τάξη, διάταξη («νόμοις καί... ἐπιτάξεσιν», Πλάτ.)
4. επιβολή με νόμο («τήν ἐπίταξιν τοῦ φόρου», Ηρόδ.)
5. έκδοση διαταγών («ἄρχοντος δ’ ἐπίταξις», Αριστοτ.).