ἐνοικίδιος: Difference between revisions

(12)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enoikidios
|Transliteration C=enoikidios
|Beta Code=e)noiki/dios
|Beta Code=e)noiki/dios
|Definition=ον, or α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">domestic</b>, ὄρνιθες <span class="bibl">Poll.10.156</span>.</span>
|Definition=ἐνοικίδιον, or α, ον, [[domestic]], ὄρνιθες Poll.10.156.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[doméstico]] ὄρνιθες Poll.10.156, Porph.<i>Abst</i>.4.16, cf. Sch.Pi.<i>O</i>.12.20, σκεύη Clem.Al.<i>Paed</i>.2.3.37.<br /><b class="num">2</b> ref. a divinidades [[doméstico]], [[de la casa]] τοῖς ἐνοικιδίοις θεοῖς Διὶ Κτησίῳ καὶ Τύχῃ καὶ Ἀσκληπιῷ <i>IStratonikeia</i> 283.8 (Panamara II/III d.C.), cf. 217.4 (Panamara II d.C.), <i>Milet</i> 6(3).1312 (II/III d.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνοικίδιος''': -ον, ἢ α, ον, ([[οἰκία]]) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, [[κατοικίδιος]], [[οἰκιακός]], Κλήμ. Ἀλ. 189, [[Πολυδ]]. Ι΄, 156.
|lstext='''ἐνοικίδιος''': -ον, ἢ α, ον, ([[οἰκία]]) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, [[κατοικίδιος]], [[οἰκιακός]], Κλήμ. Ἀλ. 189, Πολυδ. Ι΄, 156.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[doméstico]] ὄρνιθες Poll.10.156, Porph.<i>Abst</i>.4.16, cf. Sch.Pi.<i>O</i>.12.20, σκεύη Clem.Al.<i>Paed</i>.2.3.37.<br /><b class="num">2</b> ref. a divinidades [[doméstico]], [[de la casa]] τοῖς ἐνοικιδίοις θεοῖς Διὶ Κτησίῳ καὶ Τύχῃ καὶ Ἀσκληπιῷ <i>IStratonikeia</i> 283.8 (Panamara II/III d.C.), cf. 217.4 (Panamara II d.C.), <i>Milet</i> 6(3).1312 (II/III d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνοικίδιος]], -ον και [[ἐνοικίδιος]], -ία, -ον (AM) [[οικίδιος]]<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[οικία]], [[οικιακός]], [[κατοικίδιος]].
|mltxt=[[ἐνοικίδιος]], -ον και [[ἐνοικίδιος]], -ία, -ον (AM) [[οικίδιος]]<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[οικία]], [[οικιακός]], [[κατοικίδιος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

English (LSJ)

ἐνοικίδιον, or α, ον, domestic, ὄρνιθες Poll.10.156.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 doméstico ὄρνιθες Poll.10.156, Porph.Abst.4.16, cf. Sch.Pi.O.12.20, σκεύη Clem.Al.Paed.2.3.37.
2 ref. a divinidades doméstico, de la casa τοῖς ἐνοικιδίοις θεοῖς Διὶ Κτησίῳ καὶ Τύχῃ καὶ Ἀσκληπιῷ IStratonikeia 283.8 (Panamara II/III d.C.), cf. 217.4 (Panamara II d.C.), Milet 6(3).1312 (II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 849] im Hause befindlich; σκεύη, Hausgeräth, Clem. Al.; ὄρνιθες, Hausvögel, Poll. 10, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικίδιος: -ον, ἢ α, ον, (οἰκία) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, κατοικίδιος, οἰκιακός, Κλήμ. Ἀλ. 189, Πολυδ. Ι΄, 156.

Greek Monolingual

ἐνοικίδιος, -ον και ἐνοικίδιος, -ία, -ον (AM) οικίδιος
αυτός που βρίσκεται μέσα στην οικία, οικιακός, κατοικίδιος.