ηλεκτρόνιο: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>φυσ.-χημ.</b><br /><b>1.</b> σταθερό στοιχειώδες [[σωματίδιο]] που φέρει το στοιχειώδες αρνητικό [[φορτίο]] και αποτελεί κύριο συστατικό της δομής τών ατόμων της ύλης<br /><b>2.</b> η ελάχιστη δυνατή [[στοιχειώδης]] [[ποσότητα]] αρνητικού ηλεκτρισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=το<br /><b>φυσ.-χημ.</b><br /><b>1.</b> σταθερό στοιχειώδες [[σωματίδιο]] που φέρει το στοιχειώδες αρνητικό [[φορτίο]] και αποτελεί κύριο συστατικό της δομής τών ατόμων της ύλης<br /><b>2.</b> η ελάχιστη δυνατή [[στοιχειώδης]] [[ποσότητα]] αρνητικού ηλεκτρισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>electron</i> ([[πρβλ]]. <i>ήλεκτρον</i>). Στη νεοελλ. [[μεταφορά]] προστέθηκε η κατάλ. -<i>ιο</i> [[προς]] αποφυγήν συγχύσεως. Οι νεολατινικές γλώσσες χρησιμοποίησαν το [[θέμα]] <i>electr</i>- <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[λέξη]] <i>ήλεκτρον</i> (αγγλ. <i>amber</i>, γαλλ. <i>ambre</i>) για να δηλώσουν την [[έννοια]] του ηλεκτρισμού, δανείστηκαν δε τη [[λέξη]] αυτούσια για να δηλώσουν το [[ηλεκτρόνιο]]. Χρησιμοποιώντας την [[κατόπιν]] ως [[θέμα]] δημιούργησαν με την [[προσθήκη]] της καταλ. -<i>ic</i> ([[πρβλ]]. -<i>ικός</i>) το [[επίθετο]] <i>electron</i>-<i>ic</i> ([[πρβλ]]. [[ηλεκτρονικός]]), διαχωρίζοντας [[έτσι]] την [[ορολογία]] τών ηλεκτρικών και τών ηλεκτρονικών φαινομένων]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 13 May 2023
Greek Monolingual
το
φυσ.-χημ.
1. σταθερό στοιχειώδες σωματίδιο που φέρει το στοιχειώδες αρνητικό φορτίο και αποτελεί κύριο συστατικό της δομής τών ατόμων της ύλης
2. η ελάχιστη δυνατή στοιχειώδης ποσότητα αρνητικού ηλεκτρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electron (πρβλ. ήλεκτρον). Στη νεοελλ. μεταφορά προστέθηκε η κατάλ. -ιο προς αποφυγήν συγχύσεως. Οι νεολατινικές γλώσσες χρησιμοποίησαν το θέμα electr- < αρχ. ελλ. λέξη ήλεκτρον (αγγλ. amber, γαλλ. ambre) για να δηλώσουν την έννοια του ηλεκτρισμού, δανείστηκαν δε τη λέξη αυτούσια για να δηλώσουν το ηλεκτρόνιο. Χρησιμοποιώντας την κατόπιν ως θέμα δημιούργησαν με την προσθήκη της καταλ. -ic (πρβλ. -ικός) το επίθετο electron-ic (πρβλ. ηλεκτρονικός), διαχωρίζοντας έτσι την ορολογία τών ηλεκτρικών και τών ηλεκτρονικών φαινομένων].