τονίζω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tonizo
|Transliteration C=tonizo
|Beta Code=toni/zw
|Beta Code=toni/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">furnish with an accent</b>, Troil.<span class="title">Proll.Hermog.</span>ap.<span class="bibl">Rh.6.45</span> W., <span class="title">Cod.Vat.</span> 1751 in <span class="title">AB</span>1169 (note), <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=[[furnish with an accent]], Troil.''Proll.Hermog.''ap.Rh.6.45 W., ''Cod.Vat.'' 1751 in ''AB''1169 (note), ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] betonen, mit einem Tonzeichen, Accent versehen, Gramm.
}}
{{elru
|elrutext='''τονίζω:''' грам. снабжать (тоническим) ударением.
}}
{{ls
|lstext='''τονίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιτίθημι]] τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τόνος]]<br />[[βάζω]] τόνο σε μια [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[μελοποιώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εκφέρω]] [[κάτι]] έντονα («τόνισε τα τελευταία του [[λόγια]]»)<br />β) [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[έμφαση]], [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[υπογραμμίζω]] («του τόνισα να [[είναι]] [[προσεκτικός]]»).
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονίζω Medium diacritics: τονίζω Low diacritics: τονίζω Capitals: ΤΟΝΙΖΩ
Transliteration A: tonízō Transliteration B: tonizō Transliteration C: tonizo Beta Code: toni/zw

English (LSJ)

furnish with an accent, Troil.Proll.Hermog.ap.Rh.6.45 W., Cod.Vat. 1751 in AB1169 (note), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1127] betonen, mit einem Tonzeichen, Accent versehen, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

τονίζω: грам. снабжать (тоническим) ударением.

Greek (Liddell-Scott)

τονίζω: ὡς καὶ νῦν, ἐπιτίθημι τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τόνος
βάζω τόνο σε μια συλλαβή
νεοελλ.
1. μουσ. μελοποιώ
2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια»)
β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («του τόνισα να είναι προσεκτικός»).