καλπασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(18)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalpasmos
|Transliteration C=kalpasmos
|Beta Code=kalpasmo/s
|Beta Code=kalpasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trotting</b>, <b class="b3">ὁ ἐν ἀναβολῇ κ</b>. Philum. ap. <span class="bibl">Orib.45.29.36</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[trotting]], <b class="b3">ὁ ἐν ἀναβολῇ κ.</b> Philum. ap. Orib.45.29.36.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καλπασμός]]) [[καλπάζω]]<br />ο [[ταχύτερος]] από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε [[τρεις]] χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, [[γκαλόπ]], [[τριποδισμός]], [[τριπόδι]].
|mltxt=ο (Α [[καλπασμός]]) [[καλπάζω]]<br />ο [[ταχύτερος]] από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε [[τρεις]] χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, [[γκαλόπ]], [[τριποδισμός]], [[τριπόδι]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[κάλπη]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλπασμός Medium diacritics: καλπασμός Low diacritics: καλπασμός Capitals: ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kalpasmós Transliteration B: kalpasmos Transliteration C: kalpasmos Beta Code: kalpasmo/s

English (LSJ)

ὁ, trotting, ὁ ἐν ἀναβολῇ κ. Philum. ap. Orib.45.29.36.

Greek Monolingual

ο (Α καλπασμός) καλπάζω
ο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι.

German (Pape)

ὁ, = κάλπη, Sp.