ζούδι: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ζούδιο]], το<br /><b>1.</b> μικρό ζώο, [[ζωύφιο]], [[έντομο]], [[μαμούνι]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) [[ασήμαντος]]<br /><b>3.</b> [[στοιχειό]], [[δαιμόνιο]], [[φάντασμα]]<br /><b>4.</b> [[σκιάχτρο]], [[φόβητρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ζούδι]](<i>ον</i>), [[αντί]] [[ζῴδιον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>-[[ίδιον]]), [[είναι]] υποκοριστικό του <i>ζώο</i> με κατάλ. -<i>ούδι</i>(<i>ον</i>), | |mltxt=και [[ζούδιο]], το<br /><b>1.</b> μικρό ζώο, [[ζωύφιο]], [[έντομο]], [[μαμούνι]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) [[ασήμαντος]]<br /><b>3.</b> [[στοιχειό]], [[δαιμόνιο]], [[φάντασμα]]<br /><b>4.</b> [[σκιάχτρο]], [[φόβητρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ζούδι]](<i>ον</i>), [[αντί]] [[ζῴδιον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>-[[ίδιον]]), [[είναι]] υποκοριστικό του <i>ζώο</i> με κατάλ. -<i>ούδι</i>(<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>βούδι</i>(<i>ον</i>), [[αρκούδι]], <i>πλεξούδι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ζούδιο, το
1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι
2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος
3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα
4. σκιάχτρο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον (< ζω-ίδιον), είναι υποκοριστικό του ζώο με κατάλ. -ούδι(ον), πρβλ. βούδι(ον), αρκούδι, πλεξούδι].