κατεργάρης: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(20) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. κατεργάρα και -άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ [[κατεργάριος]] και [[κατεργάρης]])<br />[[πανούργος]], [[δόλιος]], [[παμπόνηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με θωπευτική σημ.) [[ευφυής]], [[έξυπνος]] («είδες πώς τά κατάφερε ο [[κατεργάρης]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[κάθε]] [[κατεργάρης]] στον πάγκο του» — [[πρόσταγμα]] με το οποίο δινόταν [[εντολή]] στους κατάδικους κωπηλάτες τών κατέργων να καταλάβουν τις θέσεις τους, ενώ [[τώρα]] λέγεται μεταφορικά για επάνοδο στην [[τάξη]] ή στην [[εργασία]] [[μετά]] από [[διακοπή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κακοποιός]] καταδικασμένος να κωπηλατεί σε [[κάτεργο]], [[κωπηλάτης]], [[ναύτης]] σε [[κάτεργο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάτεργον</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. κατεργάρα και -άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ [[κατεργάριος]] και [[κατεργάρης]])<br />[[πανούργος]], [[δόλιος]], [[παμπόνηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με θωπευτική σημ.) [[ευφυής]], [[έξυπνος]] («είδες πώς τά κατάφερε ο [[κατεργάρης]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[κάθε]] [[κατεργάρης]] στον πάγκο του» — [[πρόσταγμα]] με το οποίο δινόταν [[εντολή]] στους κατάδικους κωπηλάτες τών κατέργων να καταλάβουν τις θέσεις τους, ενώ [[τώρα]] λέγεται μεταφορικά για επάνοδο στην [[τάξη]] ή στην [[εργασία]] [[μετά]] από [[διακοπή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κακοποιός]] καταδικασμένος να κωπηλατεί σε [[κάτεργο]], [[κωπηλάτης]], [[ναύτης]] σε [[κάτεργο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάτεργον</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. [[βαρκάρης]], [[πεισματάρης]]). Η λ. [[κατεργάρης]] έλαβε τη σημ. «[[πανούργος]], [[δόλιος]]» [[προφανώς]] [[επειδή]] αυτοί που δούλευαν στα κάτεργα ήταν [[συνήθως]] κακοποιοί. Σήμερα η λ. χρησιμοποιείται και ως εύσημη, προκειμένου να εκφραστεί η [[έκπληξη]] ή και ο [[θαυμασμός]] του ομιλούντος: π.χ. <i>τελικά τά κατάφερε οκατεργάρης</i>! Παρόμοια [[χρήση]] παρατηρείται και σε άλλες λ., όπως π.χ. στο επίθ. [[άτιμος]]: <i>πώς μπόρεσαν οι άτιμοι και τους νίκησαν</i>!]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:21, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. κατεργάρα και -άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης)
πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος
νεοελλ.
1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης»)
2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» — πρόσταγμα με το οποίο δινόταν εντολή στους κατάδικους κωπηλάτες τών κατέργων να καταλάβουν τις θέσεις τους, ενώ τώρα λέγεται μεταφορικά για επάνοδο στην τάξη ή στην εργασία μετά από διακοπή
μσν.
κακοποιός καταδικασμένος να κωπηλατεί σε κάτεργο, κωπηλάτης, ναύτης σε κάτεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτεργον + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκάρης, πεισματάρης). Η λ. κατεργάρης έλαβε τη σημ. «πανούργος, δόλιος» προφανώς επειδή αυτοί που δούλευαν στα κάτεργα ήταν συνήθως κακοποιοί. Σήμερα η λ. χρησιμοποιείται και ως εύσημη, προκειμένου να εκφραστεί η έκπληξη ή και ο θαυμασμός του ομιλούντος: π.χ. τελικά τά κατάφερε οκατεργάρης! Παρόμοια χρήση παρατηρείται και σε άλλες λ., όπως π.χ. στο επίθ. άτιμος: πώς μπόρεσαν οι άτιμοι και τους νίκησαν!].