τρισμακάριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trismakaristos
|Transliteration C=trismakaristos
|Beta Code=trismaka/ristos
|Beta Code=trismaka/ristos
|Definition=[ᾰρ], η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρίσμακαρ]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span>12</span>: Sup. -τότατος <span class="title">MAMA</span>1.267 (near Laodicea Combusta).</span>
|Definition=[ᾰρ], η, ον, = [[τρίσμακαρ]], Luc.''Vit.Auct.''12: Sup. -τότατος ''MAMA''1.267 (near Laodicea Combusta).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[trois fois digne d'envie]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[μακαρίζω]].
}}
{{pape
|ptext== [[τρίσμακαρ]], Hesych.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισμᾰκάριστος:''' Luc., Anth. = [[τρίσμακαρ]].
}}
{{ls
|lstext='''τρισμᾰκάριστος''': -η, -ον, = τρίσμακαρ, [[τρισευδαίμων]], [[τρισόλβιος]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμακάριστος]], -ον ΝΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]] ή [[τρισευτυχισμένος]] (α. «ὦ τρισμακάριστον [[ξύλον]], ἐν ᾧ ἐτάθη [[Χριστός]]», Μηναί.<br />β. «[[βίος]] [[τρισμακάριστος]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακαριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μακαρίζω]]), [[πρβλ]]. [[παμμαχάριστος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισμᾰκάριστος:''' -η, -ον = [[τρίσμακαρ]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-μᾰκάριστος, η, ον = [[τρίσμακαρ]], Luc.]
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμᾰκάριστος Medium diacritics: τρισμακάριστος Low diacritics: τρισμακάριστος Capitals: ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: trismakáristos Transliteration B: trismakaristos Transliteration C: trismakaristos Beta Code: trismaka/ristos

English (LSJ)

[ᾰρ], η, ον, = τρίσμακαρ, Luc.Vit.Auct.12: Sup. -τότατος MAMA1.267 (near Laodicea Combusta).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d'envie.
Étymologie: τρίς, μακαρίζω.

German (Pape)

τρίσμακαρ, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

τρισμᾰκάριστος: Luc., Anth. = τρίσμακαρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον, = τρίσμακαρ, τρισευδαίμων, τρισόλβιος, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισμακάριστος, -ον ΝΜΑ
τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.
β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμμαχάριστος].

Greek Monotonic

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον = τρίσμακαρ, σε Λουκ.

Middle Liddell

τρισ-μᾰκάριστος, η, ον = τρίσμακαρ, Luc.]