κύσσαρος: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyssaros | |Transliteration C=kyssaros | ||
|Beta Code=ku/ssaros | |Beta Code=ku/ssaros | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[κυσός]] ''ΙΙ'', [[ἀρχός]] ''ΙΙ'', Hp.''Nat.Puer.''17, Gal.19.176, Erot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύσσαρος]], ὁ (Α)<br />[[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[κυσός]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αρος</i> ( | |mltxt=[[κύσσαρος]], ὁ (Α)<br />[[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[κυσός]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αρος</i> ([[πρβλ]]. [[χίμαρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = κυσός ΙΙ, ἀρχός ΙΙ, Hp.Nat.Puer.17, Gal.19.176, Erot.
German (Pape)
[Seite 1538] ὁ, der After, Hippocr., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κύσσαρος: ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. κύτταρος.
Greek Monolingual
κύσσαρος, ὁ (Α)
πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. του κυσός που εμφανίζει επίθημα -αρος (πρβλ. χίμαρος)].