εὔκομπος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eykompos
|Transliteration C=eykompos
|Beta Code=eu)/kompos
|Beta Code=eu)/kompos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loud-sounding</b>, <b class="b3">εὔκομποι πληγαὶ ποδός</b>, in dancing, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>152</span> (lyr.).</span>
|Definition=εὔκομπον, [[loud-sounding]], <b class="b3">εὔκομποι πληγαὶ ποδός</b>, in dancing, E.''Tr.''152 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[au bruit sonore]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομπος:''' [[звонкий]], [[громкий]] (ποδὸς πλαγαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκομπος''': -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.
|lstext='''εὔκομπος''': -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />au bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]].
|mltxt=[[εὔκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]], που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῖς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[θόρυβος]] με [[αντήχηση]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[εὔκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]], που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[θόρυβος]] με [[αντήχηση]]»].
|mdlsjtxt=εὔ-κομπος, ον<br />[[loud]]-[[sounding]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκομπος Medium diacritics: εὔκομπος Low diacritics: εύκομπος Capitals: ΕΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: eúkompos Transliteration B: eukompos Transliteration C: eykompos Beta Code: eu)/kompos

English (LSJ)

εὔκομπον, loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομπος: звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.

Greek Monolingual

εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῖς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].

Greek Monotonic

εὔκομπος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-κομπος, ον
loud-sounding, Eur.