μέλλον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[μέλλον]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μετά]] το [[παρόν]], ο [[χρόνος]] που ακολουθεί [[μετά]] την παρούσα χρονική [[στιγμή]] («το [[μέλλον]] αόρατον»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα μέλλοντα</i><br />οι καταστάσεις και τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν (α. «δεν μπορεί [[κανείς]] να προβλέψει τα μέλλοντα» β. «καὶ τῶν μελλόντων ἐπὶ πλεῑστον τοῡ γενησομένου [[ἄριστος]] [[εἰκαστής]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εξέλιξη]] κάποιου προσώπου ή ομάδας προσώπων ή πράγματος στον απώτερο χρόνο («το [[μέλλον]] του θα [[είναι]] λαμπρό»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άνθρωπος]] με [[μέλλον]]» — [[άνθρωπος]] με προοπτικές επιτυχίας στη [[σταδιοδρομία]] του<br />β) «έχουμε [[μέλλον]] [[ακόμη]]» — θα αργήσουμε πολύ για [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[διατάσσω]] τὰ μέλλοντα» — [[καθορίζω]] το [[μέλλον]]<br />β) «[[σκοπεύω]] τὸ [[μέλλον]]» — [[προνοώ]] για [[κάτι]] που θα συμβεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. [[μέλλον]] της μτχ. του ρ. [[μέλλω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καθεστώς]])].
|mltxt=το (ΑM [[μέλλον]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μετά]] το [[παρόν]], ο [[χρόνος]] που ακολουθεί [[μετά]] την παρούσα χρονική [[στιγμή]] («το [[μέλλον]] αόρατον»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα μέλλοντα</i><br />οι καταστάσεις και τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν (α. «δεν μπορεί [[κανείς]] να προβλέψει τα μέλλοντα» β. «καὶ τῶν μελλόντων ἐπὶ πλεῖστον τοῦ γενησομένου [[ἄριστος]] [[εἰκαστής]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εξέλιξη]] κάποιου προσώπου ή ομάδας προσώπων ή πράγματος στον απώτερο χρόνο («το [[μέλλον]] του θα [[είναι]] λαμπρό»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άνθρωπος]] με [[μέλλον]]» — [[άνθρωπος]] με προοπτικές επιτυχίας στη [[σταδιοδρομία]] του<br />β) «έχουμε [[μέλλον]] [[ακόμη]]» — θα αργήσουμε πολύ για [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[διατάσσω]] τὰ μέλλοντα» — [[καθορίζω]] το [[μέλλον]]<br />β) «[[σκοπεύω]] τὸ [[μέλλον]]» — [[προνοώ]] για [[κάτι]] που θα συμβεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. [[μέλλον]] της μτχ. του ρ. [[μέλλω]] ([[πρβλ]]. [[καθεστώς]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μέλλον:''' οντος τό, тж. pl. μέλλοντα τά [part. n к [[μέλλω]]<br /><b class="num">1</b> [[будущее]], [[предстоящее]] (καὶ τὸ μ. καὶ τὸ [[πρίν]] Soph.; καὶ παρόντα καὶ μέλλοντα Aesch.): τῶν μελλόντων [[ἄριστος]] [[εἰκαστής]] Thuc. (Фемистокл) отлично предугадывал будущее; καὶ τὸ ἐσόμενον καὶ τὸ μ. Arst. то, что (конкретно) случится, и то, что предстоит (вообще);<br /><b class="num">2</b> грам. будущее время.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 25 November 2022

Greek Monolingual

το (ΑM μέλλον)
1. το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή («το μέλλον αόρατον»)
2. στον πληθ. τα μέλλοντα
οι καταστάσεις και τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν (α. «δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τα μέλλοντα» β. «καὶ τῶν μελλόντων ἐπὶ πλεῖστον τοῦ γενησομένου ἄριστος εἰκαστής», Θουκ.)
νεοελλ.
1. η εξέλιξη κάποιου προσώπου ή ομάδας προσώπων ή πράγματος στον απώτερο χρόνο («το μέλλον του θα είναι λαμπρό»)
2. φρ. α) «άνθρωπος με μέλλον» — άνθρωπος με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του
β) «έχουμε μέλλον ακόμη» — θα αργήσουμε πολύ για κάτι
μσν.
φρ. α) «διατάσσω τὰ μέλλοντα» — καθορίζω το μέλλον
β) «σκοπεύω τὸ μέλλον» — προνοώ για κάτι που θα συμβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. μέλλον της μτχ. του ρ. μέλλω (πρβλ. καθεστώς)].

Russian (Dvoretsky)

μέλλον: οντος τό, тж. pl. μέλλοντα τά [part. n к μέλλω
1 будущее, предстоящее (καὶ τὸ μ. καὶ τὸ πρίν Soph.; καὶ παρόντα καὶ μέλλοντα Aesch.): τῶν μελλόντων ἄριστος εἰκαστής Thuc. (Фемистокл) отлично предугадывал будущее; καὶ τὸ ἐσόμενον καὶ τὸ μ. Arst. то, что (конкретно) случится, и то, что предстоит (вообще);
2 грам. будущее время.