ἀλητός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alitos | |Transliteration C=alitos | ||
|Beta Code=a)lhto/s | |Beta Code=a)lhto/s | ||
|Definition=(A), ὁ, poet. for | |Definition=(A), ὁ, ''poet.'' for [[ἀλετός]], εἰς ἀ. ἐπράθη was sold<br><span class="bld">A</span> [[to grind]] in the mill, Babr.29.1.<span class=head>ἀλητός<br><span class="bld">ἀλητός</span> (B), ή, όν, Adj. [[ground]], Archig. ap. Orib.8.1.33. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[molido]], [[ἅλς]] Archig. en Orib.8.1.33.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀλητόν [[molienda]] Babr.29.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλητός''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ἀλετός]], εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη [[ὅπως]] ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1. | |lstext='''ἀλητός''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ἀλετός]], εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη [[ὅπως]] ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλητός]], ο (Α)<br />η [[πράξη]] του αλέσματος, [[άλεση]], [[άλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. [[αντί]] [[ἀλετός]], ο «η [[πράξη]] του αλέσματος» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»)]. | |mltxt=[[ἀλητός]], ο (Α)<br />η [[πράξη]] του αλέσματος, [[άλεση]], [[άλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. [[αντί]] [[ἀλετός]], ο «η [[πράξη]] του αλέσματος» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλητός:''' ὁ, ποιητ. αντί [[ἀλετός]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ὁ, poet. for ἀλετός, εἰς ἀ. ἐπράθη was sold
A to grind in the mill, Babr.29.1.ἀλητός
ἀλητός (B), ή, όν, Adj. ground, Archig. ap. Orib.8.1.33.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 molido, ἅλς Archig. en Orib.8.1.33.
2 subst. τὸ ἀλητόν molienda Babr.29.1.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, Mühle, Batr. 29, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητός: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀλετός, εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη ὅπως ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1.
Greek Monolingual
ἀλητός, ο (Α)
η πράξη του αλέσματος, άλεση, άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. αντί ἀλετός, ο «η πράξη του αλέσματος» (< ἀλῶ «αλέθω»)].
Greek Monotonic
ἀλητός: ὁ, ποιητ. αντί ἀλετός, σε Βάβρ.