ἀντιπλήξ: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(5) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antipliks | |Transliteration C=antipliks | ||
|Beta Code=a)ntiplh/c | |Beta Code=a)ntiplh/c | ||
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, | |Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[beaten by the waves]], ἀκταί [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''592 (lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆγος [[golpeado por las olas]] ἀκταί S.<i>Ant</i>.592. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ῆγος ([[πλήσσω]]), entgegenschlagend, wohl nur Soph. Ant. 588 ἀντιπλῆγες ἀκταί, von Wogen gepeitschte Ufer. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ῆγος ([[πλήσσω]]), entgegenschlagend, wohl nur Soph. Ant. 588 ἀντιπλῆγες ἀκταί, von Wogen gepeitschte Ufer. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />[[battu des flots]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πλήσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιπλήξ:''' ῆγος adj. ударяемый морским прибоем, о который плещутся волны (ἀκταί Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ἀντιπλῆγες ἀκταί, αἱ πλησσόμεναι κατὰ μετωπον ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὐχὶ πλαγίως ὡς τὸ παραπλῆγες, ἴδε τὴν λέξ. [[κυματοπλήξ]]· ― ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592. | |lstext='''ἀντιπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ἀντιπλῆγες ἀκταί, αἱ πλησσόμεναι κατὰ μετωπον ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὐχὶ πλαγίως ὡς τὸ παραπλῆγες, ἴδε τὴν λέξ. [[κυματοπλήξ]]· ― ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἀντιπλήξ]] (-ῆγος), ο, η (Α) [[αντιπλήσσω]]<br />αυτός που πλήττεται από τα κύματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ, δαρμένος από τα κύματα κατά [[μέτωπον]], σε Σοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[beaten]] by the opposing waves, Soph. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=αὐτός πού κτυπιέται [[κατά]] μέτωπο). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[πλήσσω]] (=[[κτυπῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀντιπληκτίζω]] (=[[μαλώνω]]), [[ἀντιπλήκτης]], [[ἀντίπληξις]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πλήσσω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:43, 13 November 2024
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, beaten by the waves, ἀκταί S.Ant.592 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ῆγος golpeado por las olas ἀκταί S.Ant.592.
German (Pape)
[Seite 258] ῆγος (πλήσσω), entgegenschlagend, wohl nur Soph. Ant. 588 ἀντιπλῆγες ἀκταί, von Wogen gepeitschte Ufer.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: ἀντί, πλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπλήξ: ῆγος adj. ударяемый морским прибоем, о который плещутся волны (ἀκταί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ἀντιπλῆγες ἀκταί, αἱ πλησσόμεναι κατὰ μετωπον ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὐχὶ πλαγίως ὡς τὸ παραπλῆγες, ἴδε τὴν λέξ. κυματοπλήξ· ― ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592.
Greek Monolingual
ἀντιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α) αντιπλήσσω
αυτός που πλήττεται από τα κύματα.
Greek Monotonic
ἀντιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, δαρμένος από τα κύματα κατά μέτωπον, σε Σοφ.
Middle Liddell
beaten by the opposing waves, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κτυπιέται κατά μέτωπο). Ἀπό τό ἀντί + πλήσσω (=κτυπῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιπληκτίζω (=μαλώνω), ἀντιπλήκτης, ἀντίπληξις. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πλήσσω.