αρτέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτέομαι]] (Α)<br />ετοιμάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[αρτέομαι]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» του ρ. [[αραρίσκω]], παρεκτεταμένη με ένα -<i>τ</i>- ( | |mltxt=[[ἀρτέομαι]] (Α)<br />ετοιμάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[αρτέομαι]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» του ρ. [[αραρίσκω]], παρεκτεταμένη με ένα -<i>τ</i>- (πρβλ. [[άρτι]]). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του [[άρτι]] δεν ευσταθεί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[άρτησις]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αναρτέομαι</i>, [[παραρτέομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀρτέομαι (Α)
ετοιμάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ- «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω, παρεκτεταμένη με ένα -τ- (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του άρτι δεν ευσταθεί.
ΠΑΡ. αρχ. άρτησις (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρτέομαι, παραρτέομαι.