ας: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἆς <b>(αιολ.)</b> και ἇς <b>δωρ.</b> (Α)<br />έως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἇFoς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἇος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἇς</i>, με [[συναίρεση]]. Ο αιολ. τ. <i>ἇς</i>, με αιολική [[ψίλωση]], ενώ ο [[αντίστοιχος]] τ. της Ιων.-Αττικής [[είναι]] <i>ἕως</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[μόριο]] που δηλώνει: 1. [[συγκατάθεση]], [[παραχώρηση]] ή [[αποδοχή]]<br /><b>2.</b> [[ευχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <span style="color: red;"><</span> (προστακτική) <i>άφες</i> (του αρχ. ρ. [[αφίημι]] «[[αφήνω]]»), που προήλθε με [[συγκοπή]]. Στους μετακλασικούς χρόνους απαντά ως παρακελευσματικό [[μόριο]] [[πριν]] από ρηματικούς τύπους. Απίθανη θεωρείται η [[άποψη]] <i>ας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έασε</i>, προστ. του ρ. <i>εώ</i> «[[επιτρέπω]], [[αφήνω]]», [[γιατί]] ο τ. <i>έασε</i> δεν είχε ανάλογη [[χρήση]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἆς <b>(αιολ.)</b> και ἇς <b>δωρ.</b> (Α)<br />έως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἇFoς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἇος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἇς</i>, με [[συναίρεση]]. Ο αιολ. τ. <i>ἇς</i>, με αιολική [[ψίλωση]], ενώ ο [[αντίστοιχος]] τ. της Ιων.-Αττικής [[είναι]] <i>ἕως</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[μόριο]] που δηλώνει: 1. [[συγκατάθεση]], [[παραχώρηση]] ή [[αποδοχή]]<br /><b>2.</b> [[ευχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <span style="color: red;"><</span> (προστακτική) <i>άφες</i> (του αρχ. ρ. [[αφίημι]] «[[αφήνω]]»), που προήλθε με [[συγκοπή]]. Στους μετακλασικούς χρόνους απαντά ως παρακελευσματικό [[μόριο]] [[πριν]] από ρηματικούς τύπους. Απίθανη θεωρείται η [[άποψη]] <i>ας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έασε</i>, προστ. του ρ. <i>εώ</i> «[[επιτρέπω]], [[αφήνω]]», [[γιατί]] ο τ. <i>έασε</i> δεν είχε ανάλογη [[χρήση]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἆς (αιολ.) και ἇς δωρ. (Α)
έως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἇFoς < ἇος < ἇς, με συναίρεση. Ο αιολ. τ. ἇς, με αιολική ψίλωση, ενώ ο αντίστοιχος τ. της Ιων.-Αττικής είναι ἕως].
(II)
μόριο που δηλώνει: 1. συγκατάθεση, παραχώρηση ή αποδοχή
2. ευχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < (προστακτική) άφες (του αρχ. ρ. αφίημι «αφήνω»), που προήλθε με συγκοπή. Στους μετακλασικούς χρόνους απαντά ως παρακελευσματικό μόριο πριν από ρηματικούς τύπους. Απίθανη θεωρείται η άποψη ας < έασε, προστ. του ρ. εώ «επιτρέπω, αφήνω», γιατί ο τ. έασε δεν είχε ανάλογη χρήση].