άτρακτος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἄτρακτος]])<br /><b>1.</b> [[αδράχτι]]<br /><b>2.</b> διάφορα εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αδραχτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το κύριο [[μέρος]] του αεροσκάφους (σε [[σχήμα]] ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> ατρακτοειδές [[σκεύος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ομοιότητα]] της λ. [[άτρακτος]] με το αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[αδράχτι]]» οδηγεί στην [[άποψη]] ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]», αντίστοιχο του λατ. <i>torque</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατρεκής]]). Κατά [[συνέπεια]], ο τ. [[άτρακτος]] σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>το</i> με <i>α</i>- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. [[άτρακτος]], [[συνήθως]] αρσενικού γένους, [[σπανίως]] δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με [[σημασία]] «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηλακάτη]]), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το [[βέλος]]». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως [[τεχνικός]] όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «[[είδος]] καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο [[μέρος]] του ιστού του πλοίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατρακίδα]] (-<i>ίς</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ατράκτιο</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ατρακτοειδής]]].
|mltxt=η (Α [[ἄτρακτος]])<br /><b>1.</b> [[αδράχτι]]<br /><b>2.</b> διάφορα εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αδραχτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το κύριο [[μέρος]] του αεροσκάφους (σε [[σχήμα]] ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βέλος]]<br /><b>2.</b> ατρακτοειδές [[σκεύος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[ομοιότητα]] της λ. [[άτρακτος]] με το αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[αδράχτι]]» οδηγεί στην [[άποψη]] ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]», αντίστοιχο του λατ. <i>torque</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ατρεκής]]). Κατά [[συνέπεια]], ο τ. [[άτρακτος]] σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>το</i> με <i>α</i>- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. [[άτρακτος]], [[συνήθως]] αρσενικού γένους, [[σπανίως]] δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με [[σημασία]] «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]» (<b>πρβλ.</b> [[ηλακάτη]]), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το [[βέλος]]». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως [[τεχνικός]] όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «[[είδος]] καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο [[μέρος]] του ιστού του πλοίου».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ατρακίδα]] (-<i>ίς</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ατράκτιο</i>].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ατρακτοειδής]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἄτρακτος)
1. αδράχτι
2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού
νεοελλ.
το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων
αρχ.
1. βέλος
2. ατρακτοειδές σκεύος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η ομοιότητα της λ. άτρακτος με το αρχ. ινδ. tarku- «αδράχτι» οδηγεί στην άποψη ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημασία «στρέφω, γυρίζω», αντίστοιχο του λατ. torqueō «στρέφω» (πρβλ. ατρεκής). Κατά συνέπεια, ο τ. άτρακτος σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα + επίθημα -το με α- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. άτρακτος, συνήθως αρσενικού γένους, σπανίως δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με σημασία «ρόκα, αδράχτι» (πρβλ. ηλακάτη), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το βέλος». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως τεχνικός όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «είδος καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο μέρος του ιστού του πλοίου».
ΠΑΡ. ατρακίδα (-ίς)
αρχ.-μσν.
ατράκτιο].
ΣΥΝΘ. ατρακτοειδής].