ἄτυπος: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atypos | |Transliteration C=atypos | ||
|Beta Code=a)/tupos | |Beta Code=a)/tupos | ||
|Definition= | |Definition=ἄτυπον,<br><span class="bld">A</span> [[speaking inarticulately]], [[stammering]], Gell 4.2.5<br><span class="bld">II</span> [[conforming to no distinct type]] (of illness), Gal.7.471 (Sup.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> medic. [[atípico]] de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.<br /><b class="num">2</b> [[carente de «tipo]]» la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.<i>Dial</i>.96.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[de una manera no tipológica]] en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.<i>Dial</i>.96. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0390.png Seite 390]] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0390.png Seite 390]] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄτυπος]], -ον)<br /><b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «άτυπα κύτταρα», «άτυπη [[πνευμονία]]» — αυτός που παρουσιάζει κάποια [[απόκλιση]], τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό [[πεδίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη [[συμφωνία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραυλός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄτυπος]], -ον)<br /><b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «άτυπα κύτταρα», «άτυπη [[πνευμονία]]» — αυτός που παρουσιάζει κάποια [[απόκλιση]], τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό [[πεδίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη [[συμφωνία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραυλός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτῠπος:''' [[косноязычный]] ([[balbus]] et ἄ. Gell.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄτυπον,
A speaking inarticulately, stammering, Gell 4.2.5
II conforming to no distinct type (of illness), Gal.7.471 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ον
1 medic. atípico de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.
2 carente de «tipo» la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.Dial.96.
3 adv. -ως de una manera no tipológica en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.Dial.96.
German (Pape)
[Seite 390] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτυπος, -ον)
ιατρ. φρ. «άτυπα κύτταρα», «άτυπη πνευμονία» — αυτός που παρουσιάζει κάποια απόκλιση, τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό πεδίο
νεοελλ.
αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη συμφωνία»)
αρχ.
τραυλός.
Russian (Dvoretsky)
ἄτῠπος: косноязычный (balbus et ἄ. Gell.).