βαρυγγωμώ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(7)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[βαρύθυμος]], [[δυσανασχετώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] δυσαρεστημένος ή οργισμένος [[εναντίον]] κάποιου που με αδίκησε ([[συνήθως]] πεθαμένου)<br /><b>3.</b> [[καταριέμαι]]<br /><b>4.</b> (για άρρωστο) [[χειροτερεύω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>βαργωμισμένος</i><br />α) [[δύσθυμος]], [[σκυθρωπός]]<br />β) <b>θηλ.</b> η [[έγκυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βαρύγνωμος]] &GT; [[βαρυγνωμώ]] &GT; [[βαρυγγωμώ]] και [[βαρύγνωμος]] &GT; [[βαρυγνωμώ]] &GT; <i>βαρογνωμώ</i> &GT; [[βαρυγνωμώ]] &GT; [[βαργωμώ]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ν</i>- προ του <i>–μ</i>- [[κατά]] τη [[συμπλοκή]] των συμφώνων -<i>ργν</i>- και -<i>μ</i>-].
|mltxt=(-άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[βαρύθυμος]], [[δυσανασχετώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] δυσαρεστημένος ή οργισμένος [[εναντίον]] κάποιου που με αδίκησε ([[συνήθως]] πεθαμένου)<br /><b>3.</b> [[καταριέμαι]]<br /><b>4.</b> (για άρρωστο) [[χειροτερεύω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>βαργωμισμένος</i><br />α) [[δύσθυμος]], [[σκυθρωπός]]<br />β) <b>θηλ.</b> η [[έγκυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βαρύγνωμος]] > [[βαρυγνωμώ]] > [[βαρυγγωμώ]] και [[βαρύγνωμος]] > [[βαρυγνωμώ]] > <i>βαρογνωμώ</i> > [[βαρυγνωμώ]] > [[βαργωμώ]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ν</i>- προ του <i>–μ</i>- [[κατά]] τη [[συμπλοκή]] των συμφώνων -<i>ργν</i>- και -<i>μ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

(-άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω
1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ
2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου)
3. καταριέμαι
4. (για άρρωστο) χειροτερεύω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βαργωμισμένος
α) δύσθυμος, σκυθρωπός
β) θηλ. η έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρυγγωμώ και βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρογνωμώ > βαρυγνωμώ > βαργωμώ, με ανομοιωτική αποβολή του -ν- προ του –μ- κατά τη συμπλοκή των συμφώνων -ργν- και -μ-].