βράδυ: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το και [[βράδι]] και βραδί (Μ [[βράδυ]] και βραδίν)<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η [[περίοδος]] του λυκόφωτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πρωί]] [[βράδι]]» διαρκώς<br />β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το [[ταχύ]]» ή «άλλα το [[πρωί]] κι άλλα το [[βράδυ]]» — δεν τηρούν τον λόγο τους<br />γ) «όλη [[μέρα]] αλέθαμε και το [[βράδυ]] πίτουρα» — άδικα μοχθήσαμε<br />(<b>ως επίρρ.</b>) <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κατά]] το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βραδύ</i>, ουδ. του επιθ. [[βραδύς]], με αναβιβασμό του τόνου. Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. [[είναι]] [[προφανής]], δεδομένου ότι το [[βράδυ]] φανερώνει το [[τέλος]] της ημέρας, αυτό που έρχεται [[αργά]], που αργοπορεί, δηλ. το καθυστερημένο, το όψιμο. Σημειώνεται ότι ορθότερη [[είναι]] η [[γραφή]] της λέξης (και των παραγώγων της) με -<i>υ</i> ([[βράδυ]]). Η [[γραφή]] με -<i>ι</i> οφείλεται στην [[κλίση]] της λέξης [[κατά]] τα [[πολλά]] ουδέτερα σε -<i>ι</i> ( | |mltxt=το και [[βράδι]] και βραδί (Μ [[βράδυ]] και βραδίν)<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η [[περίοδος]] του λυκόφωτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πρωί]] [[βράδι]]» διαρκώς<br />β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το [[ταχύ]]» ή «άλλα το [[πρωί]] κι άλλα το [[βράδυ]]» — δεν τηρούν τον λόγο τους<br />γ) «όλη [[μέρα]] αλέθαμε και το [[βράδυ]] πίτουρα» — άδικα μοχθήσαμε<br />(<b>ως επίρρ.</b>) <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κατά]] το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βραδύ</i>, ουδ. του επιθ. [[βραδύς]], με αναβιβασμό του τόνου. Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. [[είναι]] [[προφανής]], δεδομένου ότι το [[βράδυ]] φανερώνει το [[τέλος]] της ημέρας, αυτό που έρχεται [[αργά]], που αργοπορεί, δηλ. το καθυστερημένο, το όψιμο. Σημειώνεται ότι ορθότερη [[είναι]] η [[γραφή]] της λέξης (και των παραγώγων της) με -<i>υ</i> ([[βράδυ]]). Η [[γραφή]] με -<i>ι</i> οφείλεται στην [[κλίση]] της λέξης [[κατά]] τα [[πολλά]] ουδέτερα σε -<i>ι</i> ([[πρβλ]]. [[λάδι]], [[χάδι]], [[μάτι]] κ.λπ.].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[βραδιάζω]], [[βραδινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραδάκι]], [[βράδιασμα]], <i>βραδιάτικος</i>, [[βραδινός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν)
1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος
νεοελλ.
φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς
β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα το βράδυ» — δεν τηρούν τον λόγο τους
γ) «όλη μέρα αλέθαμε και το βράδυ πίτουρα» — άδικα μοχθήσαμε
(ως επίρρ.) μσν.-νεοελλ. κατά το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βραδύ, ουδ. του επιθ. βραδύς, με αναβιβασμό του τόνου. Η σημασιολογική εξέλιξη της λ. είναι προφανής, δεδομένου ότι το βράδυ φανερώνει το τέλος της ημέρας, αυτό που έρχεται αργά, που αργοπορεί, δηλ. το καθυστερημένο, το όψιμο. Σημειώνεται ότι ορθότερη είναι η γραφή της λέξης (και των παραγώγων της) με -υ (βράδυ). Η γραφή με -ι οφείλεται στην κλίση της λέξης κατά τα πολλά ουδέτερα σε -ι (πρβλ. λάδι, χάδι, μάτι κ.λπ.].
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βραδιάζω, βραδινός
νεοελλ.
βραδάκι, βράδιασμα, βραδιάτικος, βραδινός.