δαιμονίζω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(8) |
(nl) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(μέσ., [[δαιμονίζομαι]]) (AM [[δαιμονίζομαι]]) [[δαίμων]]<br />Ι. [[δαιμονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να δαιμονιστεί, [[ερεθίζω]], [[τρελαίνω]]<br />II. [[δαιμονίζομαι]]<br />κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[επιληψία]]<br /><b>2.</b> εξοργίζομαι, [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>3.</b> [[παραφρονώ]], [[χάνω]] το [[μυαλό]] μου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσπαθώ]] με [[μανία]] να πετύχω [[κάτι]]<br />III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[δαιμονισμένος]], -η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κυριευθεί από πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> [[παράφρονας]], [[τρελός]]<br /><b>3.</b> [[έξυπνος]] ή [[ικανός]] σαν [[δαίμονας]], [[τετραπέρατος]]. | |mltxt=(μέσ., [[δαιμονίζομαι]]) (AM [[δαιμονίζομαι]]) [[δαίμων]]<br />Ι. [[δαιμονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να δαιμονιστεί, [[ερεθίζω]], [[τρελαίνω]]<br />II. [[δαιμονίζομαι]]<br />κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[επιληψία]]<br /><b>2.</b> εξοργίζομαι, [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>3.</b> [[παραφρονώ]], [[χάνω]] το [[μυαλό]] μου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσπαθώ]] με [[μανία]] να πετύχω [[κάτι]]<br />III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[δαιμονισμένος]], -η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κυριευθεί από πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>2.</b> [[παράφρονας]], [[τρελός]]<br /><b>3.</b> [[έξυπνος]] ή [[ικανός]] σαν [[δαίμονας]], [[τετραπέρατος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαιμονίζω [δαίμων] aor. pass. ἐδαιμονίσθην; alleen med.-pass., bezeten zijn door een demon. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 31 December 2018
Greek Monolingual
(μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) δαίμων
Ι. δαιμονίζω
νεοελλ.
κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω
II. δαιμονίζομαι
κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
1. πάσχω από επιληψία
2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών
3. παραφρονώ, χάνω το μυαλό μου
νεοελλ.
προσπαθώ με μανία να πετύχω κάτι
III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) δαιμονισμένος, -η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει κυριευθεί από πονηρό πνεύμα
2. παράφρονας, τρελός
3. έξυπνος ή ικανός σαν δαίμονας, τετραπέρατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιμονίζω [δαίμων] aor. pass. ἐδαιμονίσθην; alleen med.-pass., bezeten zijn door een demon.