δαιμονίζω
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Greek Monolingual
(μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) δαίμων
Ι. δαιμονίζω
νεοελλ.
κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω
II. δαιμονίζομαι
κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
1. πάσχω από επιληψία
2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών
3. παραφρονώ, χάνω το μυαλό μου
νεοελλ.
προσπαθώ με μανία να πετύχω κάτι
III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) δαιμονισμένος, -η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει κυριευθεί από πονηρό πνεύμα
2. παράφρονας, τρελός
3. έξυπνος ή ικανός σαν δαίμονας, τετραπέρατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιμονίζω [δαίμων] aor. pass. ἐδαιμονίσθην; alleen med.-pass., bezeten zijn door een demon.