δυσδιερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(10)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysdiereynitos
|Transliteration C=dysdiereynitos
|Beta Code=dusdiereu/nhtos
|Beta Code=dusdiereu/nhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to search thoroughly</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 432c</span>, <span class="bibl">D.C.51.26</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>21.254d</span>.</span>
|Definition=δυσδιερεύνητον, [[hard to search thoroughly]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 432c, D.C.51.26, Them.''Or.''21.254d.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de explorar]] τόπος Pl.<i>R</i>.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4<br /><b class="num">•</b>fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.<i>Or</i>.21.254d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu durchforschen; [[τόπος]] Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu durchforschen; [[τόπος]] Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />diffile à rechercher <i>ou</i> à explorer.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[διερευνάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιερεύνητος:''' [[трудный для исследования]] ([[τόπος]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιερεύνητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
|lstext='''δυσδιερεύνητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />diffile à rechercher <i>ou</i> à explorer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διερευνάω]].
|mltxt=[[δυσδιερεύνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα διερευνάται.
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de explorar]] τόπος Pl.<i>R</i>.432c, τὰ στόμια [[αὐτοῦ]] (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4<br /><b class="num">•</b>fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.<i>Or</i>.21.254d.
|lsmtext='''δυσδιερεύνητος:''' -ον ([[διερευνάω]]), αυτός που είναι [[δύσκολος]] να ερευνηθεί, σε Πλάτ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[δυσδιερεύνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα διερευνάται.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]διερεύνητος, ον [[διερευνάω]]<br />[[hard]] to [[search]] [[through]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιερεύνητος Medium diacritics: δυσδιερεύνητος Low diacritics: δυσδιερεύνητος Capitals: ΔΥΣΔΙΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiereúnētos Transliteration B: dysdiereunētos Transliteration C: dysdiereynitos Beta Code: dusdiereu/nhtos

English (LSJ)

δυσδιερεύνητον, hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιερεύνητος: трудный для исследования (τόπος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.

Greek Monolingual

δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.

Greek Monotonic

δυσδιερεύνητος: -ον (διερευνάω), αυτός που είναι δύσκολος να ερευνηθεί, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δυσ-διερεύνητος, ον διερευνάω
hard to search through, Plat.