ενδέω: Difference between revisions
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(11) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐνδέω]])<br />[[δένω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[στερεά]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[μαζί]] μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]] με [[μάγια]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐνδέω]])<br />[[δένω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[στερεά]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] [[μαζί]] μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]] με [[μάγια]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐνδέω]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[έλλειψη]] ή [[ανάγκη]], στερούμαι («τῶν δ' ἀληθινῶν πολύ ἐνδεῖν»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] («αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῖν» — [[αφού]] βρήκε [[πρόφαση]] ότι το [[βάρος]] ήταν ελλιπές)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐνδει</i><br />υπάρχει [[έλλειψη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:32, 27 March 2021
Greek Monolingual
(I)
(AM ἐνδέω)
δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.)
2. δεσμεύω με μάγια.
(II)
ἐνδέω (Α)
1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ' ἀληθινῶν πολύ ἐνδεῖν»)
2. είμαι ελλιπής («αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῖν» — αφού βρήκε πρόφαση ότι το βάρος ήταν ελλιπές)
3. απρόσ. ἐνδει
υπάρχει έλλειψη.