ὑποφήτης: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypofitis | |Transliteration C=ypofitis | ||
|Beta Code=u(pofh/ths | |Beta Code=u(pofh/ths | ||
|Definition= | |Definition=ὑποφήτου, ὁ, ([[φημί]]) [[suggester]], [[interpreter]], [[expounder]], especially of the divine will or judgement, e.g. [[priest who declares an oracle]], Il.16.235; <b class="b3">Μουσάων ὑποφῆται</b>, i.e. [[poets]], Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος.. Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.''Myst.''5.1, Orib.''Syn.''8.2.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />interprète de la parole <i>ou</i> [[de la volonté des dieux]], [[prêtre]], [[devin]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], *φήτης, cf. [[προφήτης]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Verkündiger]]</i>, bes. <i>der [[Ausleger]], [[Verkündiger]] des göttlichen Willens, der [[Priester]], der ein [[Orakel]] ausspricht, Il</i>. 16.235, Luc. <i>Alex</i>. 24, 26; – [[später]] auch <i>[[Dichter]]</i>, εὐεπίης <i>Ep.adesp</i>. 582 (<i>APP</i> 271), μουσάων Theocr. 16.29, 17.115. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποφήτης:''' ου ὁ [[истолкователь воли богов]], [[прорицатель]] Hom.: Μουσάων ὑποφῆται Theocr. жрецы Муз, т. е. поэты. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποφήτης''': -ου, ὁ, (φημὶ) ὁ ἑρμηνευτὴς ἢ ἐξηγητὴς [[μάλιστα]] τοῦ θείου θελήματος, π. χ. ἱερεὺς ἀναγγέλλων τὸν [[θεῖον]] χρησμόν, Ἰλ. Π. 235· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. ποιηταί, Λατιν. vates, Θεόκρ. 16. 29· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 17. 115., 22. 116, πρβλ. [[προφήτης]]. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑποφῆται, ἱερεῖς, προφῆται, χρησμολόγοι», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι», πρβλ. καὶ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[φημί]]): declarer, [[interpreter]] of the [[divine]] [[will]], pl., Il. 16.235†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[ὑποφῆτις]], -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α<br /><b>1.</b> [[χρησμολόγος]] [[ιερέας]], [[ερμηνευτής]] της θείας βούλησης·2. <b>φρ.</b> «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές <b>(θεόκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»), [[πρβλ]]. [[προφήτης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποφήτης:''' -ου, ὁ ([[φημί]]), [[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]], [[ιερέας]] που αναγγέλλει έναν [[θείο]] χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Μουσάων ὑποφῆται</i>, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπο-φήτης, ου, ὁ, [[φημί]]<br />a [[suggester]], [[interpreter]], a [[priest]] who declares an [[oracle]], Il.; Μουσάων ὑποφῆται, i. e. poets, Theocr. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἐξηγητής]] χρησμῶν). Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[φημί]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑποφήτου, ὁ, (φημί) suggester, interpreter, expounder, especially of the divine will or judgement, e.g. priest who declares an oracle, Il.16.235; Μουσάων ὑποφῆται, i.e. poets, Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος.. Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.Myst.5.1, Orib.Syn.8.2.1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
interprète de la parole ou de la volonté des dieux, prêtre, devin.
Étymologie: ὑπό, *φήτης, cf. προφήτης.
German (Pape)
ὁ, Verkündiger, bes. der Ausleger, Verkündiger des göttlichen Willens, der Priester, der ein Orakel ausspricht, Il. 16.235, Luc. Alex. 24, 26; – später auch Dichter, εὐεπίης Ep.adesp. 582 (APP 271), μουσάων Theocr. 16.29, 17.115.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφήτης: ου ὁ истолкователь воли богов, прорицатель Hom.: Μουσάων ὑποφῆται Theocr. жрецы Муз, т. е. поэты.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφήτης: -ου, ὁ, (φημὶ) ὁ ἑρμηνευτὴς ἢ ἐξηγητὴς μάλιστα τοῦ θείου θελήματος, π. χ. ἱερεὺς ἀναγγέλλων τὸν θεῖον χρησμόν, Ἰλ. Π. 235· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. ποιηταί, Λατιν. vates, Θεόκρ. 16. 29· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 17. 115., 22. 116, πρβλ. προφήτης. Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποφῆται, ἱερεῖς, προφῆται, χρησμολόγοι», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι», πρβλ. καὶ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
English (Autenrieth)
(φημί): declarer, interpreter of the divine will, pl., Il. 16.235†.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής της θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές (θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προφήτης].
Greek Monotonic
ὑποφήτης: -ου, ὁ (φημί), εξηγητής, ερμηνευτής, ιερέας που αναγγέλλει έναν θείο χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ὑπο-φήτης, ου, ὁ, φημί
a suggester, interpreter, a priest who declares an oracle, Il.; Μουσάων ὑποφῆται, i. e. poets, Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=ἐξηγητής χρησμῶν). Ἀπό τό ὑπό + φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.