επελαύνω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(13) |
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' | |mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' ὁμοῦ καὶ χεῖρας ἐπήλασαν»)<br /><b>4.</b> [[εξοκέλλω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] [[τελευταίος]] («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να πληρώσει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:08, 8 May 2022
Greek Monolingual
(AM ἐπελαύνω) ελαύνω
1. επιτίθεμαι έφιππος
2. επιτίθεμαι ορμητικά
αρχ.-μσν.
διέρχομαι, διασχίζω
αρχ.
1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
3. σπρώχνω με τη βία («στέρνα θ' ὁμοῦ καὶ χεῖρας ἐπήλασαν»)
4. εξοκέλλω, πέφτω έξω
5. παθ. έρχομαι τελευταίος («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», Ξεν.)
6. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει.