επήρετμος: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(13) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπήρετμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται [[κοντά]] στο [[κουπί]] [[έτοιμος]] να κωπηλατήσει<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]] («[[νῆες]] ἐπήρετμοι καὶ | |mltxt=[[ἐπήρετμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται [[κοντά]] στο [[κουπί]] [[έτοιμος]] να κωπηλατήσει<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]] («[[νῆες]] ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ερετμόν]] «[[κουπί]]», το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[στρατηγός]] <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> <i>άγω</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:47, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἐπήρετμος, -ον (Α)
1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει
2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιά («νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. στρατηγός < στρατός + άγω)].