εύκρατος: Difference between revisions
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(15) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκρατος]], -ον, Α ιων. τ. [[εὔκρητος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλή [[θερμοκρασία]], καλό [[κλίμα]], ο [[ήπιος]], ο [[μέτριος]] (α. «εύκρατο [[κλίμα]]» — το [[κλίμα]] που δεν [[είναι]] [[ούτε]] πολύ ψυχρό [[ούτε]] πολύ θερμό<br />β. «οι εύκρατες ζώνες της γης» — οι ζώνες που περιλαμβάνονται [[μεταξύ]] τών πολικών και τροπικών κύκλων<br />γ. «[[εὔκρατος]] ἀήρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔκρατον</i><br />[[αφέψημα]] που αποτελείται από [[πιπέρι]], [[κύμινο]] και [[γλυκάνισο]] και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε μοναστήρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για υγρά) [[χλιαρός]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος σε καλή [[αναλογία]] για να τον πιει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], μετριασμένος («[[εὔκρατος]] [[ὀλιγαρχία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κοινωνικός]], [[ευπροσήγορος]] («εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για λόγο) [[αρμονικός]], [[ήπιος]], [[μαλακός]] («[[εὔκρατος]] [[ἁρμονία]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐκράτως]] (Α)<br /><b>1.</b> μέτρια, ήπια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για [[κλίμα]] ή [[ατμόσφαιρα]]) «[[εὐκράτως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[μέτριος]], [[χλιαρός]], [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i>-<i>κρα</i>-<i>τος</i><br />πρόκειται δηλ. για σύνθετο με α' συνθετικό το επίρρ. <i>ευ</i> και β' το ρηματικό επίθ. σε -<i>τος</i> του ρ. [[κεράννυμι]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκρατος]], -ον, Α ιων. τ. [[εὔκρητος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλή [[θερμοκρασία]], καλό [[κλίμα]], ο [[ήπιος]], ο [[μέτριος]] (α. «εύκρατο [[κλίμα]]» — το [[κλίμα]] που δεν [[είναι]] [[ούτε]] πολύ ψυχρό [[ούτε]] πολύ θερμό<br />β. «οι εύκρατες ζώνες της γης» — οι ζώνες που περιλαμβάνονται [[μεταξύ]] τών πολικών και τροπικών κύκλων<br />γ. «[[εὔκρατος]] ἀήρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὔκρατον</i><br />[[αφέψημα]] που αποτελείται από [[πιπέρι]], [[κύμινο]] και [[γλυκάνισο]] και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε μοναστήρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για υγρά) [[χλιαρός]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος σε καλή [[αναλογία]] για να τον πιει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], μετριασμένος («[[εὔκρατος]] [[ὀλιγαρχία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κοινωνικός]], [[ευπροσήγορος]] («εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για λόγο) [[αρμονικός]], [[ήπιος]], [[μαλακός]] («[[εὔκρατος]] [[ἁρμονία]]», Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐκράτως]] (Α)<br /><b>1.</b> μέτρια, ήπια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για [[κλίμα]] ή [[ατμόσφαιρα]]) «[[εὐκράτως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[μέτριος]], [[χλιαρός]], [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i>-<i>κρα</i>-<i>τος</i><br />πρόκειται δηλ. για σύνθετο με α' συνθετικό το επίρρ. <i>ευ</i> και β' το ρηματικό επίθ. σε -<i>τος</i> του ρ. [[κεράννυμι]] ([[πρβλ]]. αρχ. <i>εκυραής</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκρατος, -ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, -ον)
αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» — το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό
β. «οι εύκρατες ζώνες της γης» — οι ζώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ τών πολικών και τροπικών κύκλων
γ. «εὔκρατος ἀήρ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo εὔκρατον
αφέψημα που αποτελείται από πιπέρι, κύμινο και γλυκάνισο και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε μοναστήρια
αρχ.
1. (για υγρά) χλιαρός
2. (για κρασί) ο αναμιγμένος σε καλή αναλογία για να τον πιει κάποιος
3. μτφ. ήπιος, μετριασμένος («εὔκρατος ὀλιγαρχία», Αριστοτ.)
4. (για πρόσωπα) κοινωνικός, ευπροσήγορος («εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας», Ιπποκρ.)
5. (για λόγο) αρμονικός, ήπιος, μαλακός («εὔκρατος ἁρμονία», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐκράτως (Α)
1. μέτρια, ήπια
2. φρ. (για κλίμα ή ατμόσφαιρα) «εὐκράτως ἔχω» — είμαι μέτριος, χλιαρός, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ-κρα-τος
πρόκειται δηλ. για σύνθετο με α' συνθετικό το επίρρ. ευ και β' το ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. κεράννυμι (πρβλ. αρχ. εκυραής)].