ἠπανία: Difference between revisions

(16)
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἠπανία]], ἡ, [[want]], Anth. [deriv. uncertain]
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />insuffisance.<br />'''Étymologie:''' -.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[insuffisance]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπανία]] και ἠπανίη, ή (Α)<br />[[σπανιότητα]], [[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηπανώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>ηπανεί</i><br /><i>απορεί</i>, <i>σπανίζει</i>, <i>αμηχανεί</i>). Η λ. συνδέεται με το [[πανία]] «[[πλησμονή]]», [[οπότε]] το αρχικό <i>η</i>- [[είναι]] πιθ. στερητικό [[πρόθημα]], [[προϊόν]] μετρικής έκτασης του <i>α</i>-[[πανία]].
|mltxt=[[ἠπανία]] και [[ἠπανίη]], ή (Α)<br />[[σπανιότητα]], [[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηπανώ]] ([[πρβλ]]. τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>ηπανεί</i><br /><i>απορεί</i>, <i>σπανίζει</i>, <i>αμηχανεί</i>). Η λ. συνδέεται με το [[πανία]] «[[πλησμονή]]», [[οπότε]] το αρχικό <i>η</i>- [[είναι]] πιθ. στερητικό [[πρόθημα]], [[προϊόν]] μετρικής έκτασης του <i>α</i>-[[πανία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπανία:''' ἡ, [[απορία]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπᾰνία:''' ἡ [[недостаток]], [[скудость]] (φορβῆς Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 17:23, 9 November 2022

Middle Liddell

ἠπανία, ἡ, want, Anth. [deriv. uncertain]

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insuffisance.

Greek Monolingual

ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α)
σπανιότητα, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. ηπανεί
απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η- είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης του α-πανία.

Greek Monotonic

ἠπανία: ἡ, απορία, έλλειψη, σπανιότητα, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἠπᾰνία:недостаток, скудость (φορβῆς Anth.).