θυνέω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyneo
|Transliteration C=thyneo
|Beta Code=qune/w
|Beta Code=qune/w
|Definition== <b class="b3">θύνω</b>, only impf., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dart along</b>, <b class="b3">δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον</b> Hes <span class="title">Sc.</span>[210]; <span class=foreign>ἐν δ' Ἔρι
|Definition== [[θύνω]], only impf., [[dart along]], <b class="b3">δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον</b> Hes ''Sc.''[210]; ἐν δ' Ἔρι
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1225.png Seite 1225]] = [[θύνω]], Hes. Se. 156. 209.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1225.png Seite 1225]] = [[θύνω]], Hes. Se. 156. 209.
}}
{{bailly
|btext=[[θυνῶ]] :<br /><i>c.</i> [[θύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡνέω:''' (только impf. ἐθύνεον) Hes. = [[θύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡνέω''': [[θύνω]], μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, [[σπεύδω]], ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, [[αὐτόθι]] 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, [[αὐτόθι]] 286.
|lstext='''θῡνέω''': [[θύνω]], μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, [[σπεύδω]], ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, [[αὐτόθι]] 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, [[αὐτόθι]] 286.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[θύνω]].
|mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡνέω:''' = [[θύνω]], μόνο στον παρατ., [[ορμώ]], [[σπεύδω]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]].
|mdlsjtxt=θῡνέω, = [[θύνω]] only in imperf.]<br />to [[dart]] [[along]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡνέω Medium diacritics: θυνέω Low diacritics: θυνέω Capitals: ΘΥΝΕΩ
Transliteration A: thynéō Transliteration B: thyneō Transliteration C: thyneo Beta Code: qune/w

English (LSJ)

= θύνω, only impf., dart along, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Hes Sc.[210]; ἐν δ' Ἔρι

German (Pape)

[Seite 1225] = θύνω, Hes. Se. 156. 209.

French (Bailly abrégé)

θυνῶ :
c. θύνω.

Russian (Dvoretsky)

θῡνέω: (только impf. ἐθύνεον) Hes. = θύνω.

Greek (Liddell-Scott)

θῡνέω: θύνω, μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, σπεύδω, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, αὐτόθι 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, αὐτόθι 286.

Greek Monolingual

θυνέω (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ.
β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του θύνω].

Greek Monotonic

θῡνέω: = θύνω, μόνο στον παρατ., ορμώ, σπεύδω, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

θῡνέω, = θύνω only in imperf.]
to dart along, Hes.