ίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)<br />(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους<br />οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το [[καθίζω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, [[καθίζω]] («ἐς [[θρόνον]] ἵζε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /><b>2.</b> [[ιδρύω]] («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε [[συμβούλιο]] γερόντων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]], [[τάσσω]]<br /><b>4.</b> (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) <i>εἱσάμην</i> και <i>εἵσομαι</i><br />[[τιμώ]] τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]], τοποθετούμαι<br /><b>5.</b> [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], [[ησυχάζω]]<br /><b>6.</b> [[πέφτω]], βυθίζομαι<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἵζομαι</i><br />α) [[ενεδρεύω]]<br />β) (για στρατό ή στόλο) [[παίρνω]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]]<br />γ) (για [[πράγμα]]) [[καθιζάνω]], [[κατακάθομαι]], [[κατακαθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]].
|mltxt=ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)<br />(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους<br />οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το [[καθίζω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, [[καθίζω]] («ἐς [[θρόνον]] ἵζε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /><b>2.</b> [[ιδρύω]] («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε [[συμβούλιο]] γερόντων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]], [[τάσσω]]<br /><b>4.</b> (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) <i>εἱσάμην</i> και <i>εἵσομαι</i><br />[[τιμώ]] τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]], τοποθετούμαι<br /><b>5.</b> [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], [[ησυχάζω]]<br /><b>6.</b> [[πέφτω]], βυθίζομαι<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἵζομαι</i><br />α) [[ενεδρεύω]]<br />β) (για στρατό ή στόλο) [[παίρνω]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]]<br />γ) (για [[πράγμα]]) [[καθιζάνω]], [[κατακάθομαι]], [[κατακαθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)
(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους
οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω)
1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ.
2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε συμβούλιο γερόντων, Ομ. Ιλ.)
3. (μτβ.) στήνω, τοποθετώ, τάσσω
4. (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) εἱσάμην και εἵσομαι
τιμώ τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.
4. (αμτβ.) κάθομαι, τοποθετούμαι
5. κάθομαι ήσυχος, ησυχάζω
6. πέφτω, βυθίζομαι
7. μέσ. ἵζομαι
α) ενεδρεύω
β) (για στρατό ή στόλο) παίρνω θέση, στρατοπεδεύω
γ) (για πράγμα) καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. έζομαι].