κανόνιον: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(19)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanonion
|Transliteration C=kanonion
|Beta Code=kano/nion
|Beta Code=kano/nion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">small bar</b> or <b class="b2">rod</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>74.11</span>, <span class="bibl">Hero<span class="title">Spir.</span>1.5</span>, al., <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>182.6</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>77.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">compass</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span> 10.149</span>, <span class="bibl">153</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[σταμίς]], <span class="bibl">Poll.1.92</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b2">tabulation, table</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>2.15</span>, <span class="bibl">Gaud.Harm.22</span>, <span class="bibl">Vett.Val.321s</span>q. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">V</span> <b class="b2">correct list</b>, PLond.2.259.126(i A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">VI</span> Dim. of κανών 1.10, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>1.15</span>(pl.), <span class="bibl">2.13</span>.</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[small bar]] or [[rod]], Ph.''Bel.''74.11, Hero''Spir.''1.5, al., Apollod.''Poliorc.''182.6, Hero ''Bel.''77.1.<br><span class="bld">II</span> [[compass]], S.E.''M.'' 10.149, 153.<br><span class="bld">III</span> = [[σταμίς]], Poll.1.92.<br><span class="bld">IV</span> [[tabulation]], [[table]], Ptol.''Harm.''2.15, Gaud.Harm.22, Vett.Val.321sq.<br><span class="bld">V</span> [[correct list]], PLond.2.259.126(i A. D.).<br><span class="bld">VI</span> ''Dim. of'' [[κανών]] 1.10, Ptol.''Harm.''1.15(pl.), 2.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] τό, dim. von [[κανών]], Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] τό, dim. von [[κανών]], Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰνόνιον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[маленькое правило]], [[известного рода или в некотором смысле критерий]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[измерительный прибор]], [[линейка]], [[мера]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανόνιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[διάγραμμα]] για τον καθορισμό του [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για [[μέτρηση]] γραμμών ή επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] ή όργανο για [[μέτρηση]] τόξων<br /><b>3.</b> καθένα από τα [[ορθά]] ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου<br /><b>4.</b> μαθηματικό [[διάγραμμα]]<br /><b>5.</b> (ως υποκορ. του [[κανών]]) όργανο που είχε μια [[χορδή]] και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, <i>μαχαίρ</i>-<i>ιον</i>].
|mltxt=[[κανόνιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[διάγραμμα]] για τον καθορισμό του [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για [[μέτρηση]] γραμμών ή επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] ή όργανο για [[μέτρηση]] τόξων<br /><b>3.</b> καθένα από τα [[ορθά]] ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου<br /><b>4.</b> μαθηματικό [[διάγραμμα]]<br /><b>5.</b> (ως υποκορ. του [[κανών]]) όργανο που είχε μια [[χορδή]] και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[λόγιον]], [[μαχαίριον]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνόνιον Medium diacritics: κανόνιον Low diacritics: κανόνιον Capitals: ΚΑΝΟΝΙΟΝ
Transliteration A: kanónion Transliteration B: kanonion Transliteration C: kanonion Beta Code: kano/nion

English (LSJ)

τό,
A small bar or rod, Ph.Bel.74.11, HeroSpir.1.5, al., Apollod.Poliorc.182.6, Hero Bel.77.1.
II compass, S.E.M. 10.149, 153.
III = σταμίς, Poll.1.92.
IV tabulation, table, Ptol.Harm.2.15, Gaud.Harm.22, Vett.Val.321sq.
V correct list, PLond.2.259.126(i A. D.).
VI Dim. of κανών 1.10, Ptol.Harm.1.15(pl.), 2.13.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, dim. von κανών, Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνόνιον: τό
1 маленькое правило, известного рода или в некотором смысле критерий Luc.;
2 измерительный прибор, линейка, мера Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνόνιον: το, ὑποκοριστ. τοῦ κανών, Ἥρων ἐν Μath. Vett. 251. II. = τῷ ἑπομ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 149, 153. ΙΙΙ. = σταμίς, Πολύδ. Α΄, 92. ΙV. διάγραμμα πρὸς εὕρεσιν τοῦ Πάσχα κλ., Μάξιμ. Ὁμολ. 1217C κἑξ.

Greek Monolingual

κανόνιον, τὸ (AM)
μσν.
διάγραμμα για τον καθορισμό του Πάσχα
αρχ.
1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών
2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων
3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου
4. μαθηματικό διάγραμμα
5. (ως υποκορ. του κανών) όργανο που είχε μια χορδή και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγιον, μαχαίριον].