καρώ: Difference between revisions
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karo | |Transliteration C=karo | ||
|Beta Code=karw/ | |Beta Code=karw/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[caraway]], Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perhaps to be read in Ath. 9.371e. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καρώ]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[κάρον]], το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. της λ. [[κάρον]] και πιθ. παράγεται από τη λ. <i>κάρ</i> «[[ψείρα]]», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού [[κάρον]] με την [[ψείρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], παράγεται από τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[καρώ]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[κάρον]], το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. της λ. [[κάρον]] και πιθ. παράγεται από τη λ. <i>κάρ</i> «[[ψείρα]]», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού [[κάρον]] με την [[ψείρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], παράγεται από τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[καρώ]], -όω (Α)<br />(η μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>oἱ καρούσαντες</i><br />αυτοί που κάνουν την [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].<br /><b>(III)</b><br />καρῶ, -όω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καρώνω]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[cummin]], [[Carum carvi]] (Dsc., Gal., Orib.); [[καρωτόν]] n. [[carrot]] (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. [[carota]] (Apic.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: A form of the word [[κάρον]]. From [[κάρα]], <b class="b3">-η</b> [[head]] as [[κεφαλωτόν]] name of an onion from [[κεφαλή]] (thus Bq). The form in <b class="b3">-ώ</b> seems Pre-Greek. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''καρώ''': {karṓ}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Kümmel]], [[Carum carvi]] (Dsk., Gal., Orib., wohl auch Diph. Siph. ap. Ath. 9, 371e);<br />'''Derivative''': [[καρωτόν]] n. [[Karotte]], [[Möhre]] (Ath. l. c.?; Lesung sehr unsicher); lat. ''carota'' (Apic.).<br />'''Etymology''': Wohl von [[κάρα]], -η [[Kopf]] wie κεφαλωτόν Ben. einer Zwiebel von [[κεφαλή]] (ähnlich Bq).<br />'''Page''' 1,796 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, caraway, Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perhaps to be read in Ath. 9.371e.
Greek Monolingual
(I)
καρώ, ἡ (Α)
το φυτό κάρον, το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ' άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»].
(II)
καρώ, -όω (Α)
(η μτχ. αορ. ως ουσ.) oἱ καρούσαντες
αυτοί που κάνουν την εκτίμηση κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(III)
καρῶ, -όω (Α)
βλ. καρώνω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cummin, Carum carvi (Dsc., Gal., Orib.); καρωτόν n. carrot (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. carota (Apic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A form of the word κάρον. From κάρα, -η head as κεφαλωτόν name of an onion from κεφαλή (thus Bq). The form in -ώ seems Pre-Greek.
Frisk Etymology German
καρώ: {karṓ}
Grammar: f.
Meaning: Kümmel, Carum carvi (Dsk., Gal., Orib., wohl auch Diph. Siph. ap. Ath. 9, 371e);
Derivative: καρωτόν n. Karotte, Möhre (Ath. l. c.?; Lesung sehr unsicher); lat. carota (Apic.).
Etymology: Wohl von κάρα, -η Kopf wie κεφαλωτόν Ben. einer Zwiebel von κεφαλή (ähnlich Bq).
Page 1,796