κίστος: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(20) |
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kistos | |Transliteration C=kistos | ||
|Beta Code=ki/stos | |Beta Code=ki/stos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, v. [[κίσθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüte, [[κίστος]] [[ἄῤῥην]], u. mit weißer Blüte, [[κίστος]] [[θῆλυς]], Diosc.; auch [[κίσθος]], s. oben. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κίσθος]], ο (Α [[κίσθος]] και [[κίστος]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] βιολώδη και στην [[οικογένεια]] [[κιστίδες]] και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία [[είναι]] ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσθος]] με [[απώλεια]] της δασύτητας]. | |mltxt=και [[κίσθος]], ο (Α [[κίσθος]] και [[κίστος]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] βιολώδη και στην [[οικογένεια]] [[κιστίδες]] και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία [[είναι]] ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσθος]] με [[απώλεια]] της δασύτητας]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κίστος -ου, ὁ zie κίσθος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:42, 17 February 2024
English (LSJ)
ὁ, v. κίσθος.
German (Pape)
[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüte, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüte, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.
Greek Monolingual
και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.