κλαστός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klastos
|Transliteration C=klastos
|Beta Code=klasto/s
|Beta Code=klasto/s
|Definition=ή, όν, (<b class="b3">κλάω</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">broken in pieces</b>, AP6.71 (Paul.Sil.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> perh. = foreg., <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>1p.54</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>374.6</span> (iii B.C.), <span class="title">Arch.Pap.</span>1.65 (ii B.C.), etc.</span>
|Definition=κλαστή, κλαστόν, ([[κλάω]]¹) [[broken in pieces]], ''AP'' 6.71 (Paul. Sil.). perhaps = [[κλαστόθριξ]] ([[curly-haired]]), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), ''Arch.Pap.'' 1.65 (ii BC), etc.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[brisé]].<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλαστός:''' [[разбитый]] (κύπελλα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαστός''': -ή, -όν, ([[κλάω]]) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.
|lstext='''κλαστός''': -ή, -όν, ([[κλάω]]) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />brisé.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλαστός:''' -ή, -όν ([[κλαίω]]), [[σπασμένος]] σε κομμάτια, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλαστός]], ή, όν [[κλάω]]<br />[[broken]] in pieces, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαστός Medium diacritics: κλαστός Low diacritics: κλαστός Capitals: ΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: klastós Transliteration B: klastos Transliteration C: klastos Beta Code: klasto/s

English (LSJ)

κλαστή, κλαστόν, (κλάω¹) broken in pieces, AP 6.71 (Paul. Sil.). perhaps = κλαστόθριξ (curly-haired), PPetr. 1 p. 54 (iii BC), PCair. Zen. 374.6 (iii BC), Arch.Pap. 1.65 (ii BC), etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
brisé.
Étymologie: κλάω.

Russian (Dvoretsky)

κλαστός: разбитый (κύπελλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλαστός, -ή, -όν) κλω
σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν)
άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
αρχ.
πιθ. κλαστόθριξ.

Greek Monotonic

κλαστός: -ή, -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.

Middle Liddell

κλαστός, ή, όν κλάω
broken in pieces, Anth.