κουμπί: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(21) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κομπί, το (ΑM [[κομβίον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] από [[μέταλλο]], [[κόκαλο]], πλαστικό ή [[άλλη]] ύλη, κυκλικό [[συνήθως]], [[αλλά]] και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του [[σχισμή]] ή [[θηλειά]] για να κλείνει κάποιο [[άνοιγμα]] ή για [[διακόσμηση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με τέτοιο [[αντικείμενο]]<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> μικρό [[εξάρτημα]] στρογγυλού [[συνήθως]] σχήματος, με την [[πίεση]] του οποίου επιτυγχάνεται η [[έναρξη]] ή η [[διακοπή]] ενός ηλεκτρικού, ηλεκτρονικού ή μηχανικού χειρισμού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «βρήκα το [[κουμπί]]» — βρήκα τον κατάλληλο τρόπο για να πετύχω [[κάτι]]<br />β) «του βρήκα το [[κουμπί]]» — βρήκα το αδύνατο [[σημείο]] του<br />γ) «αυτά [[είναι]] τα κουμπιά της Αλέξαινας» — σε περιπτώσεις που εμφανίζονται δυσχέρειες<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά κομβία</i><br />τα κρόσσια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πόρπη]], [[αγκράφα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κουμπί]] <span style="color: red;"><</span> [[κομβίον]] (υποκορ. του [[κόμβος]]), με [[κώφωση]] (-<i>ο</i>- | |mltxt=και κομπί, το (ΑM [[κομβίον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] από [[μέταλλο]], [[κόκαλο]], πλαστικό ή [[άλλη]] ύλη, κυκλικό [[συνήθως]], [[αλλά]] και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του [[σχισμή]] ή [[θηλειά]] για να κλείνει κάποιο [[άνοιγμα]] ή για [[διακόσμηση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με τέτοιο [[αντικείμενο]]<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> μικρό [[εξάρτημα]] στρογγυλού [[συνήθως]] σχήματος, με την [[πίεση]] του οποίου επιτυγχάνεται η [[έναρξη]] ή η [[διακοπή]] ενός ηλεκτρικού, ηλεκτρονικού ή μηχανικού χειρισμού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «βρήκα το [[κουμπί]]» — βρήκα τον κατάλληλο τρόπο για να πετύχω [[κάτι]]<br />β) «του βρήκα το [[κουμπί]]» — βρήκα το αδύνατο [[σημείο]] του<br />γ) «αυτά [[είναι]] τα κουμπιά της Αλέξαινας» — σε περιπτώσεις που εμφανίζονται δυσχέρειες<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά κομβία</i><br />τα κρόσσια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πόρπη]], [[αγκράφα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κουμπί]] <span style="color: red;"><</span> [[κομβίον]] (υποκορ. του [[κόμβος]]), με [[κώφωση]] (-<i>ο</i>- > -<i>ου</i>-) και κλειστοποίηση (-<i>μβ</i>- > -<i>μπ</i>-)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 15 January 2019
Greek Monolingual
και κομπί, το (ΑM κομβίον)
νεοελλ.
1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να κλείνει κάποιο άνοιγμα ή για διακόσμηση
2. καθετί που μοιάζει με τέτοιο αντικείμενο
3. τεχνολ. μικρό εξάρτημα στρογγυλού συνήθως σχήματος, με την πίεση του οποίου επιτυγχάνεται η έναρξη ή η διακοπή ενός ηλεκτρικού, ηλεκτρονικού ή μηχανικού χειρισμού
4. φρ. α) «βρήκα το κουμπί» — βρήκα τον κατάλληλο τρόπο για να πετύχω κάτι
β) «του βρήκα το κουμπί» — βρήκα το αδύνατο σημείο του
γ) «αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας» — σε περιπτώσεις που εμφανίζονται δυσχέρειες
μσν.
στον πληθ. τά κομβία
τα κρόσσια
μσν.-αρχ.
πόρπη, αγκράφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουμπί < κομβίον (υποκορ. του κόμβος), με κώφωση (-ο- > -ου-) και κλειστοποίηση (-μβ- > -μπ-)].