κράση: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. [[κρήσις]])<br /><b>1.</b> [[ανάμιξη]] ή [[συνένωση]], [[σύνθεση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο [[πράγμα]] που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «[[κράση]] μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῡ οἴνου πρὸς τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν [[νέμω]]», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> η ιδιαίτερη [[φυσική]] [[διάθεση]] [[κάθε]] ανθρώπου, η [[ιδιοσυγκρασία]] και η [[ιδιοσυστασία]] (α. «έχει γερή [[κράση]]» β. «[[είναι]] μελαγχολική [[κράση]]» γ. «κρᾱσις σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[συγχώνευση]] του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό [[φωνήεν]] ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό [[φωνήεν]] ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις [[μετά]] την [[κράση]] να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ <i>ἐλάχιστον</i> - [[τοὐλάχιστον]], <i>ὁ [[ἀνήρ]] - <i>ἁνήρ</i>, <i>τοι ἄρα</i> - [[τἆρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]], η [[θερμοκρασία]] του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων [[αἰθήρ]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]], [[ένωση]] («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο [[κλίμα]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> η [[συναίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρᾱ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του [[κεράννυμι]]), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' [[φωνήεν]]) και απαθή [[βαθμίδα]] (στο β' [[φωνήεν]]) της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας <i>ker</i><i>ā</i>- «[[αναμιγνύω]]» (<b>βλ.</b> και [[κεράννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θλά</i>-<i>σις</i>, <i>κλά</i>-<i>σις</i>)].
|mltxt=η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. [[κρήσις]])<br /><b>1.</b> [[ανάμιξη]] ή [[συνένωση]], [[σύνθεση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο [[πράγμα]] που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «[[κράση]] μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν [[νέμω]]», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> η ιδιαίτερη [[φυσική]] [[διάθεση]] [[κάθε]] ανθρώπου, η [[ιδιοσυγκρασία]] και η [[ιδιοσυστασία]] (α. «έχει γερή [[κράση]]» β. «[[είναι]] μελαγχολική [[κράση]]» γ. «κρᾱσις σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[συγχώνευση]] του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό [[φωνήεν]] ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό [[φωνήεν]] ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις [[μετά]] την [[κράση]] να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ <i>ἐλάχιστον</i> - [[τοὐλάχιστον]], ὁ [[ἀνήρ]] - <i>ἁνήρ</i>, <i>τοι ἄρα</i> - [[τἆρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]], η [[θερμοκρασία]] του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων [[αἰθήρ]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]], [[ένωση]] («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο [[κλίμα]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> η [[συναίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρᾱ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του [[κεράννυμι]]), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' [[φωνήεν]]) και απαθή [[βαθμίδα]] (στο β' [[φωνήεν]]) της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας <i>ker</i><i>ā</i>- «[[αναμιγνύω]]» (<b>βλ.</b> και [[κεράννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σις</i> ([[πρβλ]]. [[θλάσις]], [[κλάσις]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:47, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. κρήσις)
1. ανάμιξη ή συνένωση, σύνθεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο πράγμα που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «κράση μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ ὕδωρ», Ευστ.
γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν νέμω», Αισχύλ.
δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», Λουκιαν.)
2. η ιδιαίτερη φυσική διάθεση κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυγκρασία και η ιδιοσυστασία (α. «έχει γερή κράση» β. «είναι μελαγχολική κράση» γ. «κρᾱσις σώματος», Αριστοτ.)
3. γραμμ. η συγχώνευση του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις μετά την κράση να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ ἐλάχιστον - τοὐλάχιστον, ὁ ἀνήρ - ἁνήρ, τοι ἄρα - τἆρα
αρχ.
1. η κατάσταση, η θερμοκρασία του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων αἰθήρ», Πολυδ.)
2. συνδυασμός, ένωση («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο κλίμα (Ιπποκρ.)
4. γραμμ. η συναίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρᾱ- (πρβλ. -κρά-θην, παθ. αόρ. του κεράννυμι), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' φωνήεν) και απαθή βαθμίδα (στο β' φωνήεν) της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας kerā- «αναμιγνύω» (βλ. και κεράννυμι) + επίθημα -σις (πρβλ. θλάσις, κλάσις)].