χαλαίπους: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalaipous
|Transliteration C=chalaipous
|Beta Code=xalai/pous
|Beta Code=xalai/pous
|Definition=ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with loose, trailing feet, halting</b>, Ἥφαιστος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>458</span>; vv.ll. <b class="b3">χωλοίπους, κυλλόπους</b>.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος:—[[with loose]], [[trailing feet]], [[halting]], Ἥφαιστος Nic.''Th.''458; vv.ll. [[χωλοίπους]], [[κυλλόπους]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1326.png Seite 1326]] ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, [[varia lectio|v.l.]] für [[χωλοίπους]] od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.
}}
{{ls
|lstext='''χᾰλαίπους''': ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, [[Ἥφαιστος]] Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει [[σταθερά]], που κουτσαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλαι</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[χαλώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[κραταίπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλαίπους Medium diacritics: χαλαίπους Low diacritics: χαλαίπους Capitals: ΧΑΛΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: chalaípous Transliteration B: chalaipous Transliteration C: chalaipous Beta Code: xalai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος:—with loose, trailing feet, halting, Ἥφαιστος Nic.Th.458; vv.ll. χωλοίπους, κυλλόπους.

German (Pape)

[Seite 1326] ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, v.l. für χωλοίπους od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαίπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, Ἥφαιστος Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι- (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταίπους].