μαστοράντζα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί [[κάποιος]] («[[αναβάλλω]] το [[βάψιμο]] του σπιτιού [[επειδή]] [[σκέφτομαι]] τη [[μαστοράντζα]] που θα μαζευτεί»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών τεχνιτών, η [[τάξη]] τών μαστόρων («το [[σαββατόβραδο]] διασκεδάζει η [[μαστοράντζα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστορας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άντζα]] (<span style="color: red;"><</span> βεν. κατάλ. -<i>anza</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[μπροστάντζα]], <i>σωφερ</i>-[[άντζα]]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί [[κάποιος]] («[[αναβάλλω]] το [[βάψιμο]] του σπιτιού [[επειδή]] [[σκέφτομαι]] τη [[μαστοράντζα]] που θα μαζευτεί»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών τεχνιτών, η [[τάξη]] τών μαστόρων («το [[σαββατόβραδο]] διασκεδάζει η [[μαστοράντζα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστορας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άντζα]] (<span style="color: red;"><</span> βεν. κατάλ. -<i>anza</i>), [[πρβλ]]. [[μπροστάντζα]], <i>σωφερ</i>-[[άντζα]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί κάποιοςαναβάλλω το βάψιμο του σπιτιού επειδή σκέφτομαι τη μαστοράντζα που θα μαζευτεί»)
2. το σύνολο τών τεχνιτών, η τάξη τών μαστόρων («το σαββατόβραδο διασκεδάζει η μαστοράντζα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + κατάλ. -άντζα (< βεν. κατάλ. -anza), πρβλ. μπροστάντζα, σωφερ-άντζα].