μαυροφορώ: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(24)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαυροφόρος]]<br /><b>1.</b> [[φορώ]] μαύρα ρούχα, [[πενθώ]] («μαύρα θα βάλω να [[φορώ]] να με θωρούν να [[λέσι]] [[κρίμα]] στ' [[αγγελικό]] [[κορμί]] και να μαυροφορέσει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαυροφορεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που [[φορά]] μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο [[μαυροφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο [[πόλεμος]] μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τον ήλιο ή τα άστρα) [[σβήνω]], [[σκοτεινιάζω]] («ὁ [[ἥλιος]], τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῡνε» <b>(Ζήν.)</b><br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[ρασοφόρος]] («ὁ [[πατριάρχης]] κίνησε νὰ πάγει στὸ [[παλάτι]] και [[ὄπισθεν]] καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).
|mltxt=[[μαυροφόρος]]<br /><b>1.</b> [[φορώ]] μαύρα ρούχα, [[πενθώ]] («μαύρα θα βάλω να [[φορώ]] να με θωρούν να [[λέσι]] [[κρίμα]] στ' [[αγγελικό]] [[κορμί]] και να μαυροφορέσει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαυροφορεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που [[φορά]] μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο [[μαυροφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο [[πόλεμος]] μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τον ήλιο ή τα άστρα) [[σβήνω]], [[σκοτεινιάζω]] («ὁ [[ἥλιος]], τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῦν
ε» <b>(Ζήν.)</b><br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[ρασοφόρος]] («ὁ [[πατριάρχης]] κίνησε νὰ πάγει στὸ [[παλάτι]] και [[ὄπισθεν]] καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

μαυροφόρος
1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ' αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, -η, -ο(ν)
αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο μαυροφόρος
νεοελλ.
κάνω κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο πόλεμος μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)
μσν.
1. μτφ. (για τον ήλιο ή τα άστρα) σβήνω, σκοτεινιάζω («ὁ ἥλιος, τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῦν ε» (Ζήν.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο ρασοφόρος («ὁ πατριάρχης κίνησε νὰ πάγει στὸ παλάτι και ὄπισθεν καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).