μηλοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=μηλοφύλαξ
|Full diacritics=μηλοφῠ́λᾰξ
|Medium diacritics=μηλοφύλαξ
|Medium diacritics=μηλοφύλαξ
|Low diacritics=μηλοφύλαξ
|Low diacritics=μηλοφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milofylaks
|Transliteration C=milofylaks
|Beta Code=mhlofu/lac
|Beta Code=mhlofu/lac
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who watches sheep</b>, APl.4.233; or <b class="b2">apples</b>, Sch. <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>742</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, [[one who watches sheep]], APl.4.233; or [[one who watches apples]], Sch. E.''Hipp.''742.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ακος, ὁ, Schaafwächter, -hirt, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233). – Apfelwächter, Schol. Eur. Hipp. 742.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ακος, ὁ, [[Schaafwächter]], [[Schaafhirt]], Theaet. Schol. 3 (Plan. 233). – [[Apfelwächter]], Schol. Eur. Hipp. 742.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />[[gardien de brebis]] <i>ou</i> [[gardien de chèvres]], [[berger]], [[chevrier]].<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[φύλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.
|lstext='''μηλοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ακος () :<br />gardien de brebis <i>ou</i> de chèvres, berger, chevrier.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[φύλαξ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μηλοφύλαξ]] και [[μαλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[ωνοφύλαξ]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μηλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[οπωροφύλαξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηλοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ και ἡ, αυτός που επιθεωρεί τα πρόβατα, σε Ανθ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μηλοφύλαξ]] και [[μαλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ωνο</i>-[[φύλαξ]])].———————— <b>(II)</b><br />[[μηλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οπωρο</i>-[[φύλαξ]])].
|mdlsjtxt=μηλο-φῠ́λαξ, ακος,<br />a [[sheep]]-[[watcher]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: μηλοφύλαξ Low diacritics: μηλοφύλαξ Capitals: ΜΗΛΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: mēlophýlax Transliteration B: mēlophylax Transliteration C: milofylaks Beta Code: mhlofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, one who watches sheep, APl.4.233; or one who watches apples, Sch. E.Hipp.742.

German (Pape)

[Seite 173] ακος, ὁ, Schaafwächter, Schaafhirt, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233). – Apfelwächter, Schol. Eur. Hipp. 742.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien de brebis ou gardien de chèvres, berger, chevrier.
Étymologie: μῆλον¹, φύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.

Greek Monolingual

(I)
μηλοφύλαξ και μαλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + φύλαξ (πρβλ. ωνοφύλαξ)].
(II)
μηλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φύλαξ (πρβλ. οπωροφύλαξ)].

Greek Monotonic

μηλοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ και ἡ, αυτός που επιθεωρεί τα πρόβατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηλο-φῠ́λαξ, ακος,
a sheep-watcher, Anth.