ναυμέδων: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναυμέδων]] (Α) (ως [[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος) ο [[προστάτης]], ο [[άρχοντας]] τών πλοίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λαο</i>-[[μέδων]])].
|mltxt=[[ναυμέδων]] (Α) (ως [[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος) ο [[προστάτης]], ο [[άρχοντας]] τών πλοίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» ([[πρβλ]]. [[λαομέδων]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

ναυμέδων (Α) (ως προσωνυμία του Ποσειδώνος) ο προστάτης, ο άρχοντας τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. λαομέδων)].