Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χονδρώδης: Difference between revisions

From LSJ

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source
(13)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chondrodis
|Transliteration C=chondrodis
|Beta Code=xondrw/dhs
|Beta Code=xondrw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like groats, granular</b>, f.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>105</span> (leg. <b class="b3">χονδροτέρα</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">like gristle, cartilaginous</b>, Id.<span class="title">Mochl.</span>1, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>493a7</span>, <span class="bibl">524b27</span> (Comp.), <span class="bibl"><span class="title">PA</span>654b25</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.9</span>, al.; opp. <b class="b3">νευρώδης, ὀστώδης</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>500b20</span>; <b class="b3">χονδρώδη, τά,</b> <b class="b2">the swimmerets</b> of crayfish, ib.<span class="bibl">549a25</span>.</span>
|Definition=χονδρῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[like groats]], [[granular]], [[falsa lectio|f.l.]] in Hp.''Nat.Mul.''105 (leg. [[χονδροτέρα]]).<br><span class="bld">II</span> [[like gristle]], [[cartilaginous]], Id.''Mochl.''1, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''493a7, 524b27 (Comp.), ''PA''654b25, Aret.''SD''1.9, al.; opp. [[νευρώδης]], [[ὀστώδης]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''500b20; [[χονδρώδη]], τά, [[the swimmerets]] of crayfish, ib.549a25.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16.
}}
{{elru
|elrutext='''χονδρώδης:''' [[хрящевидный]] (τῆς καρδίας δεσμοί Arst.): τὸ χονδρῶδες Arst. хрящевая часть.
}}
{{ls
|lstext='''χονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον [[ἄλευρον]], ἐκ χόνδρων ἢ [[κόκκων]] ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[χόνδρον]] τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· [[ἐναντίον]] τοῦ [[νευρώδης]], [[ὀστώδης]] ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ [[μέρος]] τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, [[αὐτόθι]] 4. 1, 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χονδρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χόνδρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως [[προς]] τη [[φύση]] ή τη [[σύσταση]] («[[χονδρώδης]] χιτὼν ὀφθαλμοῦ», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χονδρώδης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> [[μορφή]] συνδετικού ιστού που εμφανίζει [[σύσταση]] και όψη χόνδρου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδρώδης Medium diacritics: χονδρώδης Low diacritics: χονδρώδης Capitals: ΧΟΝΔΡΩΔΗΣ
Transliteration A: chondrṓdēs Transliteration B: chondrōdēs Transliteration C: chondrodis Beta Code: xondrw/dhs

English (LSJ)

χονδρῶδες,
A like groats, granular, f.l. in Hp.Nat.Mul.105 (leg. χονδροτέρα).
II like gristle, cartilaginous, Id.Mochl.1, Arist.HA493a7, 524b27 (Comp.), PA654b25, Aret.SD1.9, al.; opp. νευρώδης, ὀστώδης, Arist.HA500b20; χονδρώδη, τά, the swimmerets of crayfish, ib.549a25.

German (Pape)

[Seite 1364] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16.

Russian (Dvoretsky)

χονδρώδης: хрящевидный (τῆς καρδίας δεσμοί Arst.): τὸ χονδρῶδες Arst. хрящевая часть.

Greek (Liddell-Scott)

χονδρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον ἄλευρον, ἐκ χόνδρων ἢ κόκκων ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς χόνδρον τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· ἐναντίον τοῦ νευρώδης, ὀστώδης ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ μέρος τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, αὐτόθι 4. 1, 22.

Greek Monolingual

-ες / χονδρώδης, -ῶδες, ΝΑ χόνδρος
αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως προς τη φύση ή τη σύστασηχονδρώδης χιτὼν ὀφθαλμοῦ», Πολυδ.)
νεοελλ.
φρ. «χονδρώδης ιστός»
(ιστολ.) μορφή συνδετικού ιστού που εμφανίζει σύσταση και όψη χόνδρου
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).