ξόανο: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξόγανο]], το (ΑΜ [[ξόανον]])<br />πανάρχαιο λατρευτικό [[είδωλο]], [[ομοίωμα]] θεού κατασκευασμένο [[κατά]] κανόνα από [[ξύλο]], [[συνήθως]] κακότεχνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[ανόητος]], [[κουτός]], «[[κούτσουρο]]» <br />β) [[άνθρωπος]] [[άσχημος]], κακοφτειαγμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(υβριστικά) [[κάθε]] ειδωλολατρικό [[άγαλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]] θεού το οποίο πιστευόταν ότι είχε στείλει εξ ουρανού ο [[Ζευς]]<br /><b>2.</b> [[παράσταση]], [[απεικόνιση]] σκαραβαίου<br /><b>3.</b> [[είδος]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ξο</i>- του <i>ξέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=και [[ξόγανο]], το (ΑΜ [[ξόανον]])<br />πανάρχαιο λατρευτικό [[είδωλο]], [[ομοίωμα]] θεού κατασκευασμένο [[κατά]] κανόνα από [[ξύλο]], [[συνήθως]] κακότεχνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[ανόητος]], [[κουτός]], «[[κούτσουρο]]» <br />β) [[άνθρωπος]] [[άσχημος]], κακοφτειαγμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(υβριστικά) [[κάθε]] ειδωλολατρικό [[άγαλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]] θεού το οποίο πιστευόταν ότι είχε στείλει εξ ουρανού ο [[Ζευς]]<br /><b>2.</b> [[παράσταση]], [[απεικόνιση]] σκαραβαίου<br /><b>3.</b> [[είδος]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ξο</i>- του <i>ξέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> [[όχανον]], [[πλόκανον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:14, 8 May 2023
Greek Monolingual
και ξόγανο, το (ΑΜ ξόανον)
πανάρχαιο λατρευτικό είδωλο, ομοίωμα θεού κατασκευασμένο κατά κανόνα από ξύλο, συνήθως κακότεχνο
νεοελλ.
μτφ. α) άνθρωπος ανόητος, κουτός, «κούτσουρο»
β) άνθρωπος άσχημος, κακοφτειαγμένος
μσν.-αρχ.
(υβριστικά) κάθε ειδωλολατρικό άγαλμα
αρχ.
1. ομοίωμα θεού το οποίο πιστευόταν ότι είχε στείλει εξ ουρανού ο Ζευς
2. παράσταση, απεικόνιση σκαραβαίου
3. είδος μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω + επίθημα -ανον (πρβλ. όχανον, πλόκανον)].