οίκημα: Difference between revisions

(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[οἴκημα]]) [[οικώ]]<br />[[χώρος]] στεγασμένος ο [[οποίος]] χρησιμεύει ως [[τόπος]] διαμονής, [[σπίτι]], [[κατοικία]] («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατοικημένος [[τόπος]] («ἱερὸν [[ἔσχον]] [[οἴκημα]] ποταμοῡ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] ύπνου, [[κοιτώνας]] («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ [[οἴκημα]], ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθουσα]] φαγητού<br /><b>5.</b> [[μαγειρείο]], [[καπηλειό]]<br /><b>6.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>7.</b> [[ναός]], [[ναΐσκος]]<br /><b>8.</b> [[δωμάτιο]] σε ναό<br /><b>9.</b> [[φυλακή]] («ἐς [[οἴκημα]] μέγα καθεῑρξαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κλουβί]] όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[στάβλος]] αλόγου<br /><b>12.</b> [[αποθήκη]] τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῑτον καὶ [[οἶνον]]», Δημ.)<br /><b>13.</b> [[εργαστήριο]]<br /><b>14.</b> επίπεδο, [[πάτωμα]]<br /><b>15.</b> <b>μτφ.</b> «αἰσθητικὸν [[οἴκημα]]» — ο [[άνθρωπος]].
|mltxt=το (ΑΜ [[οἴκημα]]) [[οικώ]]<br />[[χώρος]] στεγασμένος ο [[οποίος]] χρησιμεύει ως [[τόπος]] διαμονής, [[σπίτι]], [[κατοικία]] («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασι ναίουσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατοικημένος [[τόπος]] («ἱερὸν [[ἔσχον]] [[οἴκημα]] ποταμοῦ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] ύπνου, [[κοιτώνας]] («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ [[οἴκημα]], ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθουσα]] φαγητού<br /><b>5.</b> [[μαγειρείο]], [[καπηλειό]]<br /><b>6.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>7.</b> [[ναός]], [[ναΐσκος]]<br /><b>8.</b> [[δωμάτιο]] σε ναό<br /><b>9.</b> [[φυλακή]] («ἐς [[οἴκημα]] μέγα καθεῖρξαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κλουβί]] όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[στάβλος]] αλόγου<br /><b>12.</b> [[αποθήκη]] τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῖτον καὶ [[οἶνον]]», Δημ.)<br /><b>13.</b> [[εργαστήριο]]<br /><b>14.</b> επίπεδο, [[πάτωμα]]<br /><b>15.</b> <b>μτφ.</b> «αἰσθητικὸν [[οἴκημα]]» — ο [[άνθρωπος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:42, 6 February 2024

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἴκημα) οικώ
χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ», Πίνδ.)
2. δωμάτιο, θάλαμος
3. δωμάτιο ύπνου, κοιτώνας («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα, ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», Ηρόδ.)
4. αίθουσα φαγητού
5. μαγειρείο, καπηλειό
6. πορνείο, χαμαιτυπείο
7. ναός, ναΐσκος
8. δωμάτιο σε ναό
9. φυλακή («ἐς οἴκημα μέγα καθεῖρξαν», Θουκ.)
10. κλουβί όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», Ηρόδ.)
11. στάβλος αλόγου
12. αποθήκη τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῖτον καὶ οἶνον», Δημ.)
13. εργαστήριο
14. επίπεδο, πάτωμα
15. μτφ. «αἰσθητικὸν οἴκημα» — ο άνθρωπος.